Το 2022 έκλεισε με την ιταμή, πολεμοχαρή έκρηξη του δίδυμου Τσαβούσογλου, Ακάρ. Υπήρξε έτος αναβαθμισμένης εθνικιστικής, αναθεωρητικής ρητορικής απέναντι στην Ελλάδα. Στις αρχές του έτους (Μάρτιος) διεφάνη η δυνατότητα ενός ριζικού ανοίγματος (breakthrough) στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον (Μάιος) η διαδικασία αυτή κατέρρευσε, με τον Ερντογάν να διακόπτει κάθε επικοινωνία μεταξύ των δύο χωρών και να δηλώνει το αγενές «Μητσοτάκης γιοκ». Ορισμένες ανεπιθύμητες παρενέργειες της επίσκεψης συνέβαλαν σε αυτό. Εκτοτε η Τουρκία κλιμάκωσε και εμπλούτισε την αναθεωρητική ρητορική της:
Πρώτον, ανέδειξε την Ελλάδα ως τον κύριο στρατηγικό αντίπαλό/εχθρό της σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα προβάλλοντας την εσφαλμένη πρόσληψη ότι (δήθεν) η χώρα μας στοχεύει στην περικύκλωση, διαμελισμό της, προετοιμάζει επίθεση εναντίον της λειτουργώντας ως όργανο των δυτικών δυνάμεων (σύνδρομο 1919, Συνθήκης Σεβρών).
Δεύτερον, στη λογική αυτή κατέστησε το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αν. Αιγαίου ως το μείζον ζήτημα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης συνδέοντάς το με την ελληνική κυριαρχία τους και απειλώντας προκλητικά ότι εάν δεν αποστρατιωτικοποιηθούν «θα έλθει μια νύχτα ξαφνικά»! Χωρίς βέβαια να εγκαταλείψει καμιά από τις άλλες διεκδικήσεις της (αντίθετα επέκτεινε casus belli για εύρος χωρικών υδάτων, κ.λπ.). Για αυτούς και άλλους λόγους έχει δημιουργηθεί η επικίνδυνη «εξίσωση πολέμου» μεταξύ των δύο χωρών που δεν αποκλείει εκ προοιμίου κανένα δυσάρεστο σενάριο…
Τρίτον, αποκρυστάλλωσε τη θέση για λύση «δύο κρατών» στο Κυπριακό αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο οποιαδήποτε διευθέτηση του προβλήματος τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.
Η Ελλάδα δεν παγιδεύτηκε σε ανάλογη ρητορική αλλά δεν προχώρησε και σε καινοτόμες κινήσεις που θα έπλητταν ίσως πιο καίρια το τοξικό τουρκικό αφήγημα. Η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας εκδηλώνεται σε μια περίοδο που η Δύση καταδικάζει τέτοιες προσεγγίσεις ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ωστόσο η πολεμική σύγκρουση έχει εμφανώς αναβαθμίσει τον περιφερειακό ρόλο ισχύος της Τουρκίας ως μεσαίας κομβικής δύναμης-κλειδί, και αυτό το αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατόν σε αυτονομία με τη Δύση από την οποία έχει άλλωστε απομακρυνθεί αισθητά σε όρους αξιών.
Το 2023, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο, και ενώ η Τουρκία/Ερντογάν (και η Ελλάδα) θα βαδίζει σε εκλογές, η ακραία ρητορική μάλλον θα κλιμακωθεί. Ενώ χρειάζεται υψηλή προσοχή προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε άλλη ακραία εξέλιξη έστω ως αποτέλεσμα ατυχήματος, λάθους, ή παρανόησης, κ.λπ. Μετά τις εκλογές όμως σε Ελλάδα, Τουρκία (ανεξαρτήτου αποτελέσματος) το πιθανότερο σενάριο είναι να ακολουθήσει εκτόνωση της έντασης (χωρίς ουσιαστική αλλαγή βασικών θέσεων). Αλλά και οι δύο πλευρές θα πρέπει να στοχεύσουν σε κάτι περισσότερο: στο άνοιγμα του διαλόγου και στην παύση της zero-sum ρητορικής. Βρισκόμαστε σε οριακό σημείο. Η πρωτοβουλία πρέπει να περάσει στα χέρια της δημιουργικής, οραματικής διπλωματίας από τους κάθε είδους πολλαπλασιαστές της έντασης. «Δεν θα πρέπει ποτέ να διαπραγματευθούμε από φόβο αλλά δεν πρέπει και ποτέ να μη διαπραγματευθούμε επίσης από φόβο» (Τζ. Κένεντι).
Μια καλή, ευοίωνη εξέλιξη στη λογική αυτή είναι η πρόσφατη συνάντηση των διπλωματικών εκπροσώπων των δύο ηγετών στις Βρυξέλλες. Αλλά για να σπάσει ο φαύλος κύκλος θα πρέπει να γίνουν ορισμένα αποφασιστικά βήματα από την Ελλάδα (με αποφυγή άκαιρων, ή λεγκαλίστικων ενεργειών) και πολύ περισσότερα και ουσιαστικά από την Τουρκία – κυρίως η εγκατάλειψη του αναθεωρητισμού εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ