Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε αλλάζει. Η μορφή της παγκόσμιας οικονομίας και οι συνταγές πολιτικής που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των μεταπανδημικών προκλήσεων είναι πιθανό να είναι διαφορετικές από ό,τι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.
Στη τελευταία έκθεση του Asset Management Perspectives της Goldman Sachs, εξετάσαμε το σημείο καμπής στο οποίο βρίσκεται ο κόσμος και εντοπίσαμε πέντε βασικές διαρθρωτικές εξελίξεις που πιστεύουμε ότι θα πυροδοτήσουν βαθιές αλλαγές: Αποπαγκοσμιοποίηση, ψηφιοποίηση, απανθρακοποίηση, αποσταθεροποίηση και δημογραφικό.
Η αμείλικτη άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων και η αναδιάταξη των οικονομικών και πολιτικών συμμαχιών έχουν επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις. Οι γεωπολιτικές μεταβολές αναδεικνύουν τη σημασία ζητημάτων όπως η ανθεκτικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού και η μεγαλύτερη οικονομική αυτάρκεια και πιθανότατα θα επιταχύνουν μια διαδικασία μερικής αποπαγκοσμιοποίησης.
Η αποσταθεροποίηση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με αλλαγή των διμερών σχέσεων, ενώ η όξυνση των συγκρούσεων είναι πιθανό να μεταβάλλει τα εμπορικά πρότυπα και να αναδιατάξει τις συμμαχίες. Πιστεύουμε ότι οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν επίσης την ταχύτητα και την έκταση των προσπαθειών απεξάρτησης από τον άνθρακα, ενώ τα δημογραφικά στοιχεία και η αυξημένη ψηφιοποίηση θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τους τρόπους με τους οποίους οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν τις βασικές οικονομικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού.
Αλλά αυτές οι τρεις διαδικασίες (απεξάρτηση από τον άνθρακα, αποσταθεροποίηση και δημογραφικό) είναι πιθανό να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να εξελιχθούν.
Ακόμα κι έτσι, οι αλλαγές που αρχίζουμε να βλέπουμε δημιουργούν ένα άγνωστο επενδυτικό περιβάλλον. Η δεκαετία του χαμηλού πληθωρισμού, των μηδενικών επιτοκίων και της περιορισμένης μεταβλητότητας των αγορών φαίνεται να έχει τελειώσει. Σήμερα, η διαχείριση του κινδύνου καθίσταται όλο και πιο σημαντική, ενώ η αναγνώριση μοτίβων μπορεί να έχει περιορισμένη αξία. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τον ακριβή αντίκτυπο που θα έχει αυτό στη βιομηχανική πολιτική, το εμπόριο ή τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, αλλά πιστεύουμε ότι μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη θα επηρεάσει με διαφορετικό τρόπο κάθε περιοχή του πλανήτη.
Για τους επενδυτές, πιστεύουμε ότι η αξιοποίηση των ευκαιριών που μπορεί να δημιουργήσουν αυτές οι αλλαγές με παράλληλη προφύλαξη των χαρτοφυλακίων έναντι των αναταράξεων της αγοράς, απαιτεί μια νέα προσέγγιση που θα εδράζεται σε μια πιο ολιστική θεώρηση της κατανομής των περιουσιακών στοιχείων με αυξημένη προσοχή στους παράγοντες κινδύνου.
Πανδημίες και οι κίνδυνοι εξειδίκευσης των οικονομιών
Η COVID-19 αποκάλυψε ορισμένα στοιχεία σχετικά με την παγκοσμιοποίηση. Πρώτον, έδειξε πόσο έντονα αλληλεξαρτώμενες έχουν γίνει οι χώρες ως αποτέλεσμα του ακρατούς ελεύθερου εμπορίου. Η εξειδίκευση των οικονομιών και οι παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες εφοδιασμού λειτουργούσαν αποπληθωριστικά, αλλά η περιφερειακή εστίαση που τις συνόδευε έκανε επίσης τις χώρες πιο ευάλωτες σε οικονομικούς κλυδωνισμούς.
Όταν η πανδημία οδήγησε σε διακοπή της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου το 2020, ολόκληρες οικονομίες σχεδόν παρέλυσαν. Βασικά αγαθά έλειπαν από τα ράφια και τις βιτρίνες, καθώς οι δυσλειτουργίες στις αλυσίδες εφοδιασμού δημιούργησαν ελλείψεις σε όλους τους κλάδους, όπως τα αυτοκίνητα, οι ημιαγωγοί και τα ενδύματα, για να αναφέρουμε μερικούς από αυτούς.
Ταυτόχρονα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπάθησαν να μετριάσουν τις επιπτώσεις της διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας με την εισαγωγή μαζικών νομισματικών και δημοσιονομικών κινήτρων στο σύστημα, προκαλώντας εκτίναξη του πληθωρισμού. Το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, βασικού προμηθευτή πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης, έριξε λάδι στη φωτιά.
Την ίδια στιγμή, οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας φαίνεται ότι ενθάρρυναν και τις δύο να επιδιώξουν μεγαλύτερη αυτάρκεια σε κρίσιμους κλάδους. Αυτό είναι πιθανό, κατά την άποψή μας, να οδηγήσει σε πιο συγκεντρωτικές οικονομικές πολιτικές, στις οποίες η κρατική παρέμβαση παίζει σημαντικό ρόλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω κινήτρων και αντικινήτρων προς τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων και τις επιχειρήσεις.
Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ψηφίσει σημαντικά νομοσχέδια για τις υποδομές, τους ημιαγωγούς και το περιβάλλον, βάσει των οποίων το κράτος είναι έτοιμο να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Αυτά περιλαμβάνουν τη χρήση φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων για τη στήριξη των εγχώριων βιομηχανιών, ιδίως των εταιρειών που παράγουν τα μικροτσίπ που είναι απαραίτητα για την προηγμένη τεχνολογία ημιαγωγών, και τον περιορισμό των εξαγωγών προηγμένων συστημάτων υπολογιστών και ημιαγωγών στην Κίνα. Η υιοθέτηση μιας πιο στιβαρής βιομηχανικής πολιτικής σηματοδοτεί μια έντονη μετατόπιση από τις προηγούμενες δεκαετίες, οπότε οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες των ΗΠΑ ήταν συχνά μεταξύ των πιο ένθερμων υποστηρικτών του laissez-faire καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Η Κίνα, επίσης, έχει καταστήσει σαφείς τις προθέσεις της να επιταχύνει την αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης που για πολλά χρόνια την καθιστούσε το εργοστάσιο του κόσμου. Στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ τόνισε την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στην «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας» για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Αναγνωρίζοντας ίσως τους κινδύνους της υπερβολικής εξειδίκευσης, όπως η εξάρτηση από τις εξαγωγές χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η ηγεσία της Κίνας δήλωσε επίσης ότι προτίθεται να συνεχίσει τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής στρατηγική της από την ευρεία μεταποίηση, προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα εστιάζει στην τεχνολογική καινοτομία, την εξασφάλιση αυτάρκειας σε τρόφιμα και ενέργεια και στην ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Επιπροσθέτως, η κίνηση των ΗΠΑ να απαγορεύσουν τη μεταφορά προηγμένης τεχνολογίας ημιαγωγών στην Κίνα, μπορεί να ωθήσει τους Κινέζους ηγέτες να αυξήσουν τις κρατικές επενδύσεις σε εγχώριους παραγωγούς τσιπ και να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιταχύνει την κούρσα μεταξύ των δύο χωρών για κυριαρχία στον τεχνολογικό τομέα.
Στην ίδια κατεύθυνση και οι πολιτικές
Στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μεγαλύτερη εξειδίκευση από ό,τι σε άλλα μέρη του κόσμου μετά την υιοθέτηση του ευρώ πριν από δύο δεκαετίες. Το κοινό νόμισμα και τα ανοιχτά σύνορα διευκόλυναν την ροή αγαθών και υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας. Όμως η έλλειψη κοινής δημοσιονομικής πολιτικής δημιούργησε προβλήματα, όπως καταδεικνύουν οι αποκλίνοντες ρυθμοί ανάπτυξης εντός της ζώνης του ευρώ και η εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους πριν από μια δεκαετία, το επίκεντρο βρισκόταν σταθερά στον Νότο.
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση έχει σοβαρότερες επιπτώσεις στις βιομηχανικές -και ψυχρότερες- βόρειες χώρες. Η Γερμανία και άλλες χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου τάσσονται υπερ κοινής αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξή τους, καθώς παλεύουν με την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Άλλες χώρες με θερμότερο κλίμα και μικρότερη εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας και της Ιταλίας, δεν υποστηρίζουν μια τέτοια λύση. Ο χρόνος θα δείξει αν οι σημερινοί εξωτερικοί κλυδωνισμοί θα οδηγήσουν σε ουσιαστικότερη δημοσιονομική ενοποίηση της νομισματικής ζώνης ή σε μεγαλύτερη απόκλιση.
Καθώς οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται σε μεγάλο μέρος του κόσμου και οι εξωτερικοί κλυδωνισμοί απειλούν να αποσταθεροποιήσουν την οικονομική δυναμική, υπάρχουν πολλοί λόγοι για καλύτερο συντονισμό μεταξύ δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών ώστε να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα. Σε περιόδους όπως αυτές, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά- ο συνδυασμός και των δύο αυτών εργαλείων μπορεί δυνητικά να φέρει καλύτερο αποτέλεσμα, συμβάλλοντας παράλληλα στον περιορισμό των απρόβλεπτων συνεπειών.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καλείται να καθορίσει την κατάλληλη επιτοκιακή πολιτική για 19 διαφορετικές χώρες, με τεράστιες διαφορές στη δομή των οικονομιών τους, στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και στο ύψος του δημόσιου χρέους τους.
Για παράδειγμα, η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, έχει λόγο χρέους προς ΑΕΠ 150%, με σημαντικό μέρους αυτού να λήγει μέσα στα επόμενα χρόνια, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε υψηλότερα επιτόκια.
Ο στοχευμένος, σε ένα βαθμό, συντονισμός μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής μπορεί επίσης να έχει σημασία για τις ΗΠΑ, όπου η πτώση του πληθωρισμού εξαρτάται από την κατάσταση στην αγορά εργασίας.
Μέχρι στιγμής, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ηγείται της επίθεσης κατά του πληθωρισμού ακολουθώντας επιθετική πολιτική νομισματικής σύσφιξης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη νομισματική πολιτική ως εργαλείο, τα δημοσιονομικά μέτρα μπορεί να έχουν μεγαλύτερη επιρροή σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς. Χωρίς κάποιο συντονισμό νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η διαδικασία νομισματικής σύσφιξης της Fed θα μπορούσε να προκαλέσει ακούσια ζημία σε τμήματα της αγοράς εργασίας, επιδεινώνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες και τις περιφερειακές ανισότητες ως προς την ανάπτυξη. Η προσεκτική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση τέτοιων ανεπιθύμητων συνεπειών.
Επανεκβιομηχάνιση;
Σε ένα κόσμο στον οποίο κυριαρχεί όλο και περισσότερο η περιφερειοποίηση και η πόλωση, μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα επαναβιομηχάνισης, με τη δημοσιονομική πολιτική και τις κυβερνητικές παρεμβάσεις να παρέχουν κίνητρα για επενδύσεις σε ορισμένους τομείς. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί ευεργετικό για τις χώρες που είχαν στραφεί υπερβολικά προς την εξειδίκευση, μια διαδικασία που δημιούργησε διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, και ενίσχυσε τις εισοδηματικές ανισότητες.
Ειδικά οι ανεπτυγμένες χώρες βίωσαν μαζική μετατόπιση από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες τις τελευταίες δεκαετίες και υποψιαζόμαστε ότι οι σημερινές γεωπολιτικές εξελίξεις και οι εξωτερικοί κλυδωνισμοί είναι πιθανό να ενδυναμώσουν το επιχείρημα για παραγωγή πιο κοντά στον καταναλωτή, καθώς η τεχνολογία, η αυτοματοποίηση και η ρομποτική μειώνουν το κόστος της εργασίας και τη συμβολή της στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό είναι πιθανό να αποδυναμώσει το κίνητρο των εταιρειών για αναθέσεις δραστηριοτήτων στο εξωτερικό.
Μια μετατόπιση αυτού του τύπου -από το άκρατο ελεύθερο εμπόριο σε αυτό, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως βέλτιστο από άποψη στρατηγικής εμπόριο- μπορεί να είναι περισσότερο σύμφωνη με το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο και μπορεί να έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Μία εκ των σημαντικών, είναι να γίνουν οι οικονομίες πιο ανθεκτικές σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Η υπερσυγκέντρωση σε έναν κλάδο μπορεί να πλήξει τη βιομηχανική διαφοροποίηση μιας χώρας, καθιστώντας την λιγότερο ανθεκτική σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και λιγότερο ικανή να αντιμετωπίσει τις υφέσεις. Αυτό κατέστη σαφές κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009, ιδίως σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα, οι ΗΠΑ μπόρεσαν να ανακάμψουν ταχύτερα από τη χρηματοπιστωτική κρίση, λόγω της σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιημένης οικονομίας τους και της περιορισμένης εξάρτησής τους από το εξωτερικό εμπόριο.
Με βάση τον Δείκτη Οικονομικής Πολυπλοκότητας (ECI) -ένας δείκτης που αναπτύχθηκε από οικονομολόγους του ΜΙΤ και του Χάρβαρντ και αποτυπώνει τη σύνθεση της βιομηχανίας και των εξαγωγών μιας χώρας- βλέπουμε ότι οι βελτιώσεις στην «παραγωγική βεντάλια» μιας χώρας τείνουν να συσχετίζονται με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας και ο δείκτης ECI υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ 2000 και 2020.
Είναι πιθανό ότι η σταδιακή μετάβαση από το ελεύθερο στο στρατηγικά βέλτιστο εμπόριο τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να αποφέρει παρόμοια οφέλη στις χώρες που διαφοροποιούν την οικονομική δομή τους, οδηγώντας τες σε αυξημένη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και, τελικά, σε μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων λόγω της πιο ευρείας ανάπτυξης, των αυξημένων δημοσιονομικών κινήτρων ή ενός συνδυασμού και των δύο.
Νέες συμμαχίες, νέα εμπορικά πρότυπα
Οι αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις συμβάλλουν επίσης σε ένα βαθμό στην αποπαγκοσμιοποίηση και επιταχύνουν την αποσταθεροποίηση της γεωπολιτικής τάξης.
Σε πολλές περιπτώσεις, αναμένουμε ότι θα αλλάξουν οι εμπορικές σχέσεις και συμμαχίες. Ειδικότερα, πιστεύουμε ότι ο έλεγχος των βασικών εμπορευμάτων πέραν της ενέργειας θα αποτελέσει σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα των πολιτικών συμμαχιών και πηγή οικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής. Όπως έδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολλές από τις χώρες που δεν άσκησαν έντονη κριτική στη Ρωσία για την εισβολή στη γείτονα χώρα ασκούν σημαντικό έλεγχο στην παγκόσμια προμήθεια κρίσιμων εμπορευμάτων. Η Σαουδική Αραβία, όπως και η Ρωσία, είναι κυρίαρχος προμηθευτής πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά παραδοσιακά υπήρξε σύμμαχος των ΗΠΑ. Αυτό δεν την εμπόδισε να συμπράξει με τη Ρωσία στα τέλη του 2022 για να ηγηθεί του πετρελαϊκού καρτέλ ΟΠΕΚ+ και να ληφθεί η απόφαση για μείωση της παραγωγής κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια. Αμερικανοί αξιωματούχοι απάντησαν με τη δέσμευση να επανεκτιμήσουν τη σχέση της χώρας με τη Σαουδική Αραβία.
Η Κίνα διαδραματίζει επίσης καταλυτικό ρόλο όσον αφορά βασικά εμπορεύματα. Είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αλουμινίου στον κόσμο, αναγκαίο εμπόρευμα για την παραγωγή πληθώρας αγαθών, από αυτοκίνητα μέχρι iPhones. Τυχόν διαταραχές στην προμήθεια αλουμινίου θα είχαν επιπτώσεις στην προμήθεια χαλκού και άλλων μετάλλων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα σχετικά με τον πληθωρισμό, το εμπόριο και την οικονομική ανάπτυξη. Κίνα και Ρωσία από κοινού είναι επίσης βασικοί προμηθευτές χαλκού, ψευδαργύρου και νικελίου- ορυκτά που είναι απαραίτητα για την επικείμενη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Η παραγωγή αιολικής ενέργειας, για παράδειγμα, απαιτεί έξι φορές μεγαλύτερη ποσότητα από αυτά τα εμπορεύματα από ό,τι ένας σταθμός ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και 13 φορές μεγαλύτερη από έναν σταθμό φυσικού αερίου.
Η Ρωσία είναι επίσης σημαντικός παραγωγός σιτηρών και, μαζί με την Κίνα, κορυφαίος εξαγωγέας λιπασμάτων.
Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο -ιδιαίτερα εκείνες των μεγάλων ανεπτυγμένων χωρών- είναι πιθανό να προσπαθήσουν να διαφοροποιήσουν τους προμηθευτές πρώτων υλών, όπως ενέργεια, μέταλλα, ορυκτά και σιτηρά. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν προχώρησε στην επέκταση της εγχώριας εξόρυξης πολλών από τα βασικά ορυκτά που απαιτούνται για την μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και επένδυσε στην βιομηχανία επεξεργασίας βασικών υλικών μπαταριών, όπως το λίθιο, το κοβάλτιο και το νικέλιο.
Οι επενδύσεις αυτές είναι ευπρόσδεκτες, αλλά δεν είναι, κατά την άποψή μας, πιθανό να επιτρέψουν στον κόσμο να απεξαρτηθεί πλήρως και γρήγορα από τα ορυκτά καύσιμα. Οι χώρες ενδέχεται να μην έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν πράσινη ενέργεια σε επαρκή κλίμακα για αρκετό καιρό ακόμη και θα πρέπει πιθανότατα να επιτύχουν μια ισορροπία μεταξύ ορυκτών καυσίμων και εναλλακτικών πηγών ενέργειας για το άμεσο μέλλον. Η πυρηνική ενέργεια μπορεί επίσης να επανεμφανιστεί ως επιλογή παροχής καθαρής ενέργειας, αν και οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν μπορεί να λειτουργήσουν ως εμπόδιο σε ορισμένες χώρες.
Μακροπρόθεσμα, η τάση προς την πράσινη ενέργεια είναι πιθανό να συνεχιστεί σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με όσα επισημάναμε στο παρελθόν ως προς το θέμα της αποανθρακοποίησης. Ο τομέας αποθήκευσης ενέργειας σε μπαταρίες, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός και αναμένουμε ότι η τάση πραγματοποίησης επενδύσεων στον τομέα αυτό θα συνεχιστεί. Όμως, βραχυπρόθεσμα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις ενδέχεται να καθυστερήσουν την ενεργειακή μετάβαση.
Μέρος της καθυστέρησης μπορεί να αποδοθεί στην πολυετή διαρθρωτική υποεπένδυση στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου που άφησε τις ΗΠΑ και την Ευρώπη χωρίς σαφή και αξιόπιστη πολιτική μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανάγκασε πολλές χώρες να αλλάξουν ταχύτητα και να διασφαλίσουν άμεσα πρόσβαση σε ενέργεια, ανεξαρτήτως πηγής ή τύπου, για την κάλυψη άμεσων αναγκών.
Η Κίνα έχει επενδύσει σημαντικά το τελευταίο έτος στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, με στόχο να διασφαλίσει παραγωγική ικανότητα τριπλάσια από αυτή που διαθέτει ο υπόλοιπος κόσμος μαζί. Οι εξελίξεις αυτές είναι πιθανό να διατηρήσουν τις τιμές της ενέργειας σε υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί
Το πετρέλαιο και τα άλλα εμπορεύματα συνήθως αποτιμώνται σε δολάρια, γεγονός που ασκεί πρόσθετη πίεση στους προϋπολογισμούς των χωρών που είδαν τα νομίσματά τους να υποτιμώνται έντονα έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Η αυξανόμενη έλλειψη περιουσιακών στοιχείων που λειτουργούν ως ασφαλές καταφύγιο και είναι επαρκώς ρευστοποιήσιμα για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων αναγκών, δημιουργεί περαιτέρω προκλήσεις. Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι το περιουσιακό στοιχείο στο οποίο στρέφονται πρωτίστως οι επενδυτές για σχετική ασφάλεια και μείωση του κινδύνου, και αυτό συντηρεί επίσης την παγκόσμια ζήτηση για δολάρια ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Fed δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση χρέους για χώρες, όπως η Αργεντινή και η Τουρκία, που έχουν σημαντικό χρέος σε δολάρια ΗΠΑ.
Η ισχύς του δολαρίου αποτελεί πρόκληση και για τις ανεπτυγμένες αγορές. Εάν το ευρώ, το γεν και η στερλίνα συνεχίσουν να αποδυναμώνονται σημαντικά, οι κεντρικές τράπεζες ίσως χρειαστεί να παρέμβουν πουλώντας δολάρια για να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Οι περιορισμένες πρόσφατες παρεμβάσεις της Ιαπωνίας το 2022 είχαν μηδαμινή αποτελεσματικότητα στη σταθεροποίηση του γεν. Μια περαιτέρω υποτίμηση ενδεχομένως να οδηγήσει την Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) να εγκαταλείψει την πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων, ιδίως εάν ο πληθωρισμός ξεπεράσει σημαντικά τον στόχο της BOJ για 2%. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνικό selloff του δολαρίου με πιθανές επιπτώσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Εάν ορισμένοι ή όλοι αυτοί οι κίνδυνοι επαληθευτούν, μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση καθίσταται πιο πιθανή. Η μειωμένη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα – εν μέρει αποτέλεσμα των υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά το GFC – θα μπορούσε να ενισχύσει τη σοβαρότητα οποιασδήποτε κρίσης, ιδίως για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού συστήματος. Η εκτίναξη των αποδόσεων των βρετανικών ομολόγων (Gilt) μετά την ανακοίνωση από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφικτων φορολογικών περικοπών νωρίτερα φέτος προκάλεσε στενότητα ρευστότητας στα συνταξιοδοτικά ταμεία του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να προχωρήσει σε έκτακτες αγορές ομολόγων για την αποκατάσταση της σταθερότητας. Και μια ταχεία άνοδος των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων θα είχε ευρύτερες επιπτώσεις, δεδομένου του παγκόσμιου ρόλου του δολαρίου.
Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για διαχείριση του κινδύνου, στην οποία οι επενδυτές δεν έδιναν ιδιαίτερη έμφαση την τελευταία δεκαετία, καθώς τα επιτόκια και η μεταβλητότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα και η ρευστότητα άφθονη.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι τα επιτόκια είναι υψηλότερα σήμερα από ό,τι ήταν όταν χτύπησε το GFC και εξακολουθούν να αυξάνονται, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο πανικός στις αγορές μπορεί να δημιουργηθεί γρηγορότερα.
Επενδύοντας σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο
Η εποχή των χαμηλών έως μηδενικών επιτοκίων απαιτούσε σημαντική μόχλευση χαρτοφυλακίου για τη δημιουργία αποδόσεων. Αυτό είναι λιγότερο απαραίτητο σήμερα – ακόμη και τα υψηλής ποιότητας κρατικά ομόλογα προσφέρουν ελκυστικές αποδόσεις για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Αναμένουμε ότι οι δυνητικές αποδόσεις σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων θα παραμείνουν αυξημένες καθώς τα επιτόκια θα «κλειδώσουν» σε ένα υψηλότερο επίπεδο ισορροπίας, γεγονός που μειώνει την ανάγκη υψηλού βαθμού μόχλευσης. Όσοι διαθέτουν επαρκή ρευστότητα μπορεί να βρουν ευκαιρίες να αγοράσουν ποιοτικά περιουσιακά στοιχεία σε ελκυστικές αποτιμήσεις, όταν οι επενδυτές με υπερβολική μόχλευση αναγκαστούν να πουλήσουν.
Για τους επενδυτές που μπορούν να προσαρμοστούν και να παραμείνουν ευέλικτοι, οι σημερινές προκλήσεις και αλλαγές προσφέρουν δυνητικές ευκαιρίες σε όλους τους τομείς. Οι γεωπολιτικές αναταραχές, οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες, οι πιο συγκεντρωτικές οικονομικές πολιτικές – πιθανότατα θα προκαλέσουν ανάγκη μεγαλύτερης διασποράς τοποθετήσεων σε διαφορετικούς κλάδους, τομείς και περιφέρειες, καθώς και σε περιουσιακά στοιχεία τόσο του ανεπτυγμένου κόσμου όσο και των αναδυόμενων αγορών. Για παράδειγμα, η έντονη μεταβλητότητα των μετοχικών αγορών κρύβει επενδυτικές ευκαιρίες δημιουργώντας ένα ώριμο περιβάλλον για τοποθετήσεις σε μετοχές, καθώς η μεταβλητότητα υποχωρεί.
Αυτές οι ευκαιρίες μπορεί να μην ανήκουν στις συνήθεις επιλογές, όπως είναι οι μετοχές αξίας και οι μετοχές ανάπτυξης ή συγκεκριμένοι κλάδοι, αλλά, αντίθετα, να αφορούν εταιρείες με αποτελεσματική λειτουργία και υγιείς ισολογισμούς, ανεξαρτήτως τομέα.
Η προσθήκη στο μείγμα του χαρτοφυλακίου μετοχών ιδιωτικών εταιρειών μπορεί να διασφαλίσει ακόμη μεγαλύτερη διαφοροποίηση, καθώς οι δομές ιδιοκτησίας και οι όροι των συμφωνιών σε αυτές τις περιπτώσεις δίνουν συνήθως στους επενδυτές τη δυνατότητα να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στη λειτουργία αυτών των εταιρειών.
Οι εποχές που διανύουμε είναι δύσκολες για τις αγορές. Αλλά οι τεκτονικές αλλαγές που διαφοροποιούν το σχήμα και τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργούν επίσης ένα νέο και πρόσφορο επενδυτικό έδαφος. Καθώς το ρίσκο αναπροσαρμόζεται, πιστεύουμε ότι οι προσεκτικοί και ενημερωμένοι επενδυτές θα έχουν μοναδικές ευκαιρίες να αναδιαμορφώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους και να κεφαλαιοποιήσουν τις νέες ευκαιρίες.
- Η Μαρία Βασσάλου είναι Co-CIO of Multi-Asset Solutions στην Goldman Sachs Asset Management
- To πρωτότυπο άρθρο έχει δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα της Goldman Sachs και το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση από το επιτελείο μας