Περίπου πέντε μήνες μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας σε ΒΒ+ με σταθερό outlook, ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα, η Fitch Ratings αποφάσισε την Παρασκευή να διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγησή της.
Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των βαθμολογιών διακυβέρνησης, των δεικτών ανθρώπινης ανάπτυξης και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αυτά τα πλεονεκτήματα αντιστοιχούν στις κληρονομιές της κρίσης δημόσιου χρέους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, καθώς και χαμηλές μεσοπρόθεσμες δυνατότητες ανάπτυξης και ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
Βελτιωμένες προοπτικές για το 2023
Η Fitch αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 (από 0,9%) και στον περιορισμό των ενεργειακών κινδύνων.
«Εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών θα επιβραδυνθεί σημαντικά φέτος, αντανακλώντας την επίδραση του πληθωρισμού και της μειωμένης πιστωτικής ζήτησης. Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων θα παραμείνει σταθερή χάρη στην απορρόφηση κεφαλαίων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), ενώ τομείς όπως ο τουρισμός θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις εξαγωγές» τονίζει χαρακτηριστικά ο οίκος αξιολόγησης.
Κρίσιμες μεταρρυθμίσεις για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη
Ο οίκος Fitch αναμένει ότι η οικονομία θα επεκταθεί κατά 2,0-2,5% το 2024-26, λόγω των επενδύσεων και της ανάκαμψης της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Οι προβλέψεις του στηρίζονται στην υπόθεση ότι οι ελληνικές αρχές θα συνεχίσουν να εκπληρώνουν ορόσημα και στόχους στο πλαίσιο του RRF, το οποίο είναι η βασική άγκυρα για το ξεκλείδωμα των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Η αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων παραμένει μια σημαντική διαρθρωτική πρόκληση, με τις προγραμματισμένες εργασιακές μεταρρυθμίσεις να είναι ζωτικής σημασίας για την άνοδο των ποσοστών συμμετοχής.
Για τις εκλογές
Ο οίκος υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα καλείται να ψηφίσει για δεύτερη φορά στις 25 Ιουνίου, «δεδομένης της αποτυχίας των κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου».
Και τονίζει: η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) απέδωσε πολύ πάνω από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 40% των ψήφων και καθιστώντας πιθανό ότι θα κερδίσει την επερχόμενη ψηφοφορία. Εάν η ΝΔ καταφέρει να εξασφαλίσει μια άνετη πλειοψηφία (κάτι που φαίνεται πιθανό, δεδομένου ότι οι δεύτερες εκλογές θα επανέλθουν σε πλειοψηφικό σύστημα μπόνους, παρέχοντας στον νικητή 50 επιπλέον έδρες), αυτό θα μπορούσε να μειώσει τους κινδύνους πολιτικής αστάθειας και θα επιτρέψει τη συνέχεια της πολιτικής.
«Συνολικά, διατηρούμε την πρόβλεψή μας ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα διατηρήσει καλές σχέσεις με την ΕΕ και άλλους εταίρους, διασφαλίζοντας τη μακροοικονομική σταθερότητα»« αναφέρεται στην έκθεση.
Μείωση ελλείμματος
Ο Fitch αναμένει συνεχή δημοσιονομική εξυγίανση το 2023, αντανακλώντας εν μέρει μια καλύτερη αρχική θέση, δεδομένου ότι το έλλειμμα είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο το 2022. Προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 1% του ΑΕΠ (και στο 2% το 2024).
Το πρόγραμμα σταθερότητας προβλέπει συνεχή βελτίωση στα δημόσια οικονομικά μέχρι το 2026, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 2,5% και το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ να μειώνεται κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες το 2022-2026. Το πρόγραμμα υπογραμμίζει την ευρεία δέσμευση των αρχών στη δημοσιονομική σύνεση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιοποίησης των εσόδων) που ενδέχεται να παρέχουν ορισμένες διαρθρωτικές βελτιώσεις.
Ωστόσο, διαπιστώνει κινδύνους που περιλαμβάνουν ασθενέστερη ανάπτυξη και αυξανόμενες απαιτήσεις για δαπάνες. Η συνεχής συγκράτηση των δαπανών μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη μετά την πλήρη εκκαθάριση των προσωρινών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας ή εάν η αύξηση των εσόδων επιβραδυνθεί σημαντικά.
Πληθωρισμός
Ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι ο ετήσιος εναρμονισμένος πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 4% το 2023 και στο 1,9% το 2024, δεδομένων των επιπτώσεων της βάσης και της συγκράτησης της οικονομικής δραστηριότητας. Ορισμένοι ανοδικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να επιμείνουν, δεδομένων των πιέσεων από τον πυρήνα του πληθωρισμού (ο οποίος είναι πλέον πάνω από το ονομαστικό επιτόκιο γύρω στο 6%). Η δυναμική της αγοράς εργασίας θα υποστηρίξει την ταχύτερη αύξηση των μισθών φέτος (πάνω από 6%), αλλά οι κίνδυνοι μιας σπείρας μισθού-τιμής είναι περιορισμένοι.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε ενέργεια αρνητικής αξιολόγησης/υποβάθμιση
- Διατηρούμενη ανοδική τάση του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, ασθενούς ανάπτυξης ή υλοποίησης ενδεχόμενων υποχρεώσεων από τον τραπεζικό τομέα.
- Ανανεωμένοι δυσμενείς κραδασμοί στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε δράση/αναβάθμιση θετικής αξιολόγησης
- Εμπιστοσύνη σε μια μετεκλογική δημοσιονομική πολιτική που οδηγεί σε μια σταθερή καθοδική πορεία για τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
- Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω της υψηλότερης επενδυτικής δυναμικής ή/και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Οι επόμενες αξιολογήσεις
Ο φθινοπωρινός κύκλος ξεκινά στις 8 Σεπτεμβρίου από την DBRS. Στις 15 Σεπτεμβρίου έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τη Moody’s. Στις 20 Οκτωβρίου θα γίνει η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standard & Poor’s. Τέλος, η Ελλάδα θα αξιολογηθεί από τον Fitch στις 2 Δεκεμβρίου.
Η JP Morgan θεωρεί ότι με τις δεύτερες εκλογές να εκκρεμούν, είναι πολύ δύσκολο ο Fitch να προχωρήσει σε αναβάθμιση της Ελλάδας και προκρίνει το β΄ εξάμηνο του έτους για να συμβεί αυτό, από τον οίκο DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, από τον Standard & Poor’s στις 20 Οκτωβρίου και από τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Ερωτηματικό παραμένει πώς θα κινηθεί ο οίκος Moody’s, ο οποίος τοποθετεί το ελληνικό αξιόχρεο τρεις βαθμίδες χαμηλότερα της επενδυτικής βαθμίδας. Για τα ελληνική ομόλογα οι αναλυτές κρίνουν ότι επί της παρούσης υπεραποδίδουν αισθητά σε σχέση με τους αντίστοιχους κρατικούς τίτλους των χωρών της Ευρωζώνης. Η υπεραπόδοση αυτή ειδικά παρατηρείται κατόπιν της 21ης Μαΐου και της ευρείας επικράτησης της Νέας Δημοκρατίας.
Η επενδυτική βαθμίδα
Να σημειωθεί ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα. Οι διαβαθμίσεις λοιπόν πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Κάθε βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας ουσιαστικά σηματοδοτεί σε ένα δανειστή ή επενδυτή την πιθανότητα να μπορέσει η χώρα που εκδίδει ένα ομόλογο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τον κίνδυνο στάσης πληρωμών.
Οι προσδοκίες της αγοράς
Η συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στην αναμέτρηση της 21ης Μαΐου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την αγορά, με τις μετοχές να καταγράφουν ράλι και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν, κλείνοντας το spread. Και οι πρώτες αξιολογήσεις διεθνών αναλυτών συγκλίνουν στο ότι μια νέα θητεία για τη Νέα Δημοκρατία θα φέρει πιο κοντά την Ελλάδα στην ανάκτηση της επενδυτικής της βαθμίδας, την οποία έχασε πριν από 13 χρόνια.
Η αισιοδοξία αυτή αποτυπώνεται και στην αγορά ομολόγων με τους ελληνικούς τίτλους να καταγράφουν ράλι, και τις αποδόσεις τους να υποχωρούν κόντρα στο αρνητικό ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι ότι η Ελλάδα πλέον δανείζεται φθηνότερα από την Ιταλία αλλά και τη Βρετανία, οι οποίες έχουν ήδη επενδυτική διαβάθμιση, και σχεδόν με το ίδιο ποσοστό με αυτό των ΗΠΑ. Και οι αποδόσεις των διετών είναι πλέον παρόμοιες με αυτές της Γαλλίας.
Τι έδειξαν τα ομόλογα
Η αισιοδοξία που υπάρχει για την ελληνική οικονομία αποτυπώνεται και στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Κόντρα στη γενικότερη τάση, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κατέγραψε χθες σημαντική πρώτη στο 3,64% με το spread έναντι του γερμανικού να υποχωρεί στις 122 μονάδες, σε χαμηλό 18 μηνών.
Ο Κρίστοφερ Ρίγκερ, επικεφαλής της έρευνας για τα επιτόκια και τις πιστώσεις στην Commerzbank αναφέρει σε ερευνητικό του σημείωμα ότι το περιθώριο αποδόσεων της Ελλάδας σε σχέση με την Ισπανία μειώθηκε σε λιγότερο από 30 μονάδες βάσης.
Τι σημαίνει η ανάκτηση της επενδυτικής «βαθμίδας»
Εισροή κεφαλαίων για ελληνικούς τίτλους – Μείωση στο κόστος του χρήματος
Πριν από την κρίση χρέους και την εποχή των μνημονίων το ελληνικό αξιόχρεο είχε φθάσει στη βαθμίδα Α+, δηλαδή πέντε βαθμίδες πάνω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ το κόστος δανεισμού της χώρας κυμαινόταν μόλις 0,2% υψηλότερα από αυτό της Γερμανίας.
Η επενδυτική βαθμίδα που χάθηκε την άνοιξη του 2010, όταν με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους τελευταία η Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας κατά τέσσερις βαθμίδες σε μια μέρα, σύμφωνα με τραπεζίτες, επηρεάζει τον καθορισμό των επιτοκίων με τα οποία οι χώρες δανείζονται από τις διεθνείς αγορές, καθώς οδηγεί σε βελτίωση των αξιολογήσεων των τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων της χώρας, βελτιώνοντας και την αξιοπιστία της με αποτέλεσμα την εισροή περισσότερων κεφαλαίων είτε μέσω του χρηματιστηρίου είτε ως Αμεσες Ξένες Επενδύσεις.
Τοποθετήσεις
Αποτελεί δε το όριο για την έναρξη των τοποθετήσεων κάποιων θεσμικών επενδυτών (mutual funds, sovereign funds, pension funds, κ.λπ.) σε επενδυτικά προϊόντα της χώρας καθώς επενδύουν βάσει του καταστατικού τους το 90% των αποθεματικών τους, αξίας 28 τρισ. δολ., σε τίτλους που διαθέτουν αξιολόγηση «investment grade».
Πηγή ΟΤ