Η ανακοίνωση της Eurostat ότι με βάση τα στοιχεία της στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η Ευρωζώνη κατέγραψε υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 0,1%, σε συνέχεια μια ανάλογης υποχώρησης του ΑΕΠ στο προηγούμενο τρίμηνο, σημαίνει ότι η Ευρωζώνη βρέθηκε σε μια ήπια ύφεση, με βάση τον γενικά αποδεκτό ορισμό της «τεχνικής ύφεσης» που είναι δύο συνεχόμενα εξάμηνα υποχώρησης του ΑΕΠ.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ανακοίνωση ότι στην Ευρώπη επιβραδύνεται η οικονομική δραστηριότητα και μάλλον διαψεύδονται πιο αισιόδοξα σενάρια, ήρθε να συνδυαστεί με τις ανακοινώσεις ότι τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην ΕΕ συνολικά ο πληθωρισμός επιμένει, με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης τον Απρίλιο να είναι στο 7% τον Απρίλιο, καταγράφοντας μια μικρή αύξηση από το 6,9% του Μαρτίου και 8,1 συνολικά στην ΕΕ, εδώ με μια μικρή υποχώρηση σε σχέση με το 8,3% του Μαρτίου.
Και αυτό γιατί με τον πληθωρισμό να επιμένει δύσκολα μπορεί να ανακοπεί η πολιτική σταδιακής αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, στοιχείο, όμως, που απειλεί να επιτείνει τους υφεσιακούς δείκτες.
Ρόλο σε αυτή την υφεσιακή δυναμική στην αρχή του 2023 έπαιξε η υποχώρηση του ΑΕΠ στη Γερμανία που είχε ύφεση 0,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2023 σε συνέχεια της υποχώρησης -0,5% του τελευταίου τριμήνου του 2022. Ενδιαφέρον έχει ότι η Γερμανία καταγράφει και υποχώρηση -0,5% σε ετήσια βάση, δηλαδή σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2022. Σημαντική ήταν και η υποχώρηση της οικονομίας της Ιρλανδίας που κατέγραψε ύφεση -4,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Τα στοιχεία από τους δείκτες PMI
Στο ερώτημα εάν αυτή η υφεσιακή αποτύπωση είναι ένα «στιγμιότυπο» πριν αποτυπωθούν σε επόμενα τρίμηνα πιο έντονες αναπτυξιακές δυναμικές, η απάντηση παραπέμπει σε ένα αντιφατικό τοπίο.
Οι δείκτες PMI (δείκτες νέων παραγγελιών) για την Ευρωζώνη παραμένουν σε έδαφος ανάπτυξης, δηλαδή άνω του 50, ωστόσο αποτυπώνουν και υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Το Μάιο ο συνολικός δείκτης PMI για την οικονομία της Ευρωζώνης (HCOB Eurozone Composite PMI) της S&P Global, που συνδυάσει δείκτες PMI για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες υποχώρησε τον Μάιο στο 52,6, κάτω από το 54,1 του Απριλίου, δηλαδή στο χαμηλότερο σημείο του τριμήνου.
Ειδικά για τη μεταποίηση ο δείκτης PMI ήταν σε αρνητική τροχιά τον Μάιο, στο 44,8, υποχωρώντας από το 45,8 του Απριλίου, πράγμα που σημαίνει ότι βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 36 μηνών.
Γιατί επιμένει η ύφεση
Παρότι αποδίδεται μεγάλη σημασία συνήθως στον ρόλο που παίζει η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι σαφές ότι η οικονομική συγκυρία, με τον συνδυασμό ανάμεσα στην ύφεση και τον πληθωρισμό αποτυπώνει ένα πιο δομικό πρόβλημα.
Ούτως ή άλλως, όπως έχει συζητηθεί αρκετά η Ευρωζώνη είχε συγκριτικά την πιο υποτονική ανάκαμψη και μετά την κρίση του 2008, και τώρα πάλι δείχνει να έχει πιο υποτονικούς ρυθμούς ή ακόμη και υφεσιακές τάσεις, σε μια συγκυρία όπου διεθνείς οργανισμοί αναρωτιούνται εάν έχει επέλθει το «τέλος της ανάπτυξης», δηλαδή έχουμε μπει σε μια ιστορική περίοδο όπου σε κάθε φάση ανάκαμψης του οικονομικού κύκλου θα έχουμε μικρότερης έντασης ανάκαμψη σε σχέση με άλλες ιστορικές περιόδους.
Διάφορες εξηγήσεις έχουν προταθεί για αυτό. Καταρχάς είναι σαφές ότι παρά τις μεγάλες τεχνολογικές τομές που έχουν υπάρξει, αυτές δεν παράγουν ανάλογα μετρήσιμα άλματα στην παραγωγικότητα, σε σχέση τις τεχνολογικές καινοτομίες άλλων εποχών. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στον χώρο των υπηρεσιών, που αποτελούν αυξανόμενο μέρος της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας των αναπτυγμένων χωρών, και όπου υπάρχει όριο στο πόσο πιο παραγωγική μπορεί να γίνει η εργασία. Αλλά και συνολικότερα άλλοι έχουν μιλήσει για ένα ιδιότυπο «τεχνολογικό παράδοξο», δηλαδή μια απουσία αντιστοίχησης ανάμεσα σε τεχνολογικές ανακαλύψεις και τομές και παραγωγικότητα.
Αυτό συνδυάζεται με τα προβλήματα που γεννά η ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στον χρηματοοικονομικό τομέα, που συνδυάζεται με ανοιχτά ερωτήματα για τις τάσεις ως προς την πραγματική κερδοφορία των επιχειρήσεων, αλλά προφανώς και τα «εξωγενή» προβλήματα, όπως ήταν όντως η αύξηση του ενεργειακού κόστους, παρότι σαφώς αποφεύχθηκαν τα ακραία σενάρια ως προς την αύξηση του ενεργειακού κόστους στην Ευρώπη.
Η εικόνα της Ελλάδας
Η Ελλάδα έχοντας ισχυρότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2022 σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες δεν παρουσιάζει την ίδια εικόνα και απέφυγε την εικόνα «τεχνικής ύφεσης» γιατί είχε 1,1% ανάπτυξη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο στο τέλος του 2022.
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2023 το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε οριακά κατά 0,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Αντίστοιχα, εάν πάμε στις ετήσιες συγκρίσεις, θα δούμε ότι ενώ στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 καταγραφόταν ανάπτυξη 4,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, στο πρώτο τρίμηνο του 2023 είχαμε ανάπτυξη 2,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Σε αυτό το φόντο, έχει ενδιαφέρον ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της S&P Global ο δείκτης PMI για την ελληνική μεταποίηση τον Μάιο μπορεί να παραμένει σε θετικά επίπεδα, δηλαδή πάνω από το 50, αλλά υποχώρησε από το 52,4 του Απριλίου στο 51.5 του Μαΐου παραπέμποντας σε μια σχετική οικονομική επιβράδυνση. Βεβαίως, στην ελληνική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο συμπίπτει και με την ουσιαστική έναρξη της τουριστικής σεζόν, οπότε μένει να δούμε πώς θα αποτυπωθεί αυτό.