«Αυτό είναι άρρωστο» διαμαρτυρήθηκαν στις αρχές της εβδομάδας τραμπικοί βουλευτές των Ρεπουμπλικανών, θεωρώντας πολύ ήπια τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν και ο πρόεδρος της Βουλής, Κέβιν Μακάθρι, για την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους των ΗΠΑ.
Πολλοί απείλησαν ότι θα την καταψηφίσουν. Δυσαρέσκεια από την… ανάποδη υπήρξε και στους Δημοκρατικούς, με νομοθέτες τους να την καταγγέλλουν ως αντικοινωνική και αντιπεριβαλλοντική.
Τελικά το νομοσχέδιο των 99 σελίδων έλαβε διακομματική έγκριση στη Βουλή των Αντιπροσώπων τα ξημερώματα της Πέμπτης, με ψήφους 314 υπέρ και 117 κατά.
Χωρίς τροποποιήσεις, το κείμενο πέρασε σήμερα και από τη Γερουσία, με 63-36 ψήφους και με fast track διαδικασίες.
Την επόμενη Δευτέρα άλλωστε έληγε το χρονικό όριο, πέρα από το οποίο -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν- οι ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να κηρύξουν μια ιστορική, όσο και καταστροφική για την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία στάση πληρωμών.
Στην πραγματικότητα καμία πλευρά -ούτε ο Λευκός Οίκος και οι Δημοκρατικοί, ούτε οι Ρεπουμπλικανοί- δεν πήρε όσα ήθελε. Όμως και οι δύο πανηγυρίζουν, χωριστά, αυτό που θεωρούν δική τους νίκη.
Επί της ουσίας, η συμφωνία αναστέλλει το όριο δανεισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για να πληρώνει τις υποχρεώσεις της για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ήτοι μέχρι τις αρχές του 2025 -λίγο μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024 τουτέστιν- κλωτσώντας έτσι το «τενεκεδάκι» σε μια υπερδύναμη με χρέος περίπου 31,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το βασικό αντίτιμο για την αποφυγή της χρεοκοπίας είναι περικοπές δαπανών -ομολογουμένως αρκετά μικρότερες από αυτές που αρχικά αξίωναν οι Ρεπουμπλικανοί.
Βάσει των συμπεφωνημένων, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει τώρα μείωση του δημόσιου ελλείμματος κατά 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια και των τόκων του δημόσιου χρέους κατά 188 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 10 χρόνια.
Όμως το ποιος βγαίνει κερδισμένος και ποιος χαμένος από αυτή την επιβεβλημένη συμφωνία είναι μια διπλής ανάγνωσης ιστορία.
«Κόφτης» στις μη αμυντικές δαπάνες
Σε αντίθεση με τις αμυντικές δαπάνες -που θα αυξηθούν κατά περίπου 3% το οικονομικό έτος 2024 και περαιτέρω το 2025- μπαίνει «ψαλίδι» σε άλλες.
Όπως για παράδειγμα σε κοινωνικά επιδόματα.
Σε μια περίοδο πληθωριστικών πιέσεων, η κρατική στήριξη με κουπόνια τροφίμων γίνεται πιο αυστηρή, επεκτείνοντας στα 55 έτη (από 49 ήταν έως τώρα) την απαίτηση εργασίας για τους άπορους δικαιούχους.
Ο Λευκός Οίκος προβάλλει ως νίκη την εξαίρεση βετεράνων, αστέγων και νέων που δεν υπόκεινται πλέον σε καθεστώς αναδόχων οικογενειών.
Τραβήχτηκε επίσης «χειρόφρενο» στην απαίτηση των Ρεπουμπλικάνων για ανάλογα αυστηρούς περιορισμούς σε άλλες κρατικές παροχές.
Μπήκε όμως «ταβάνι» σε πολλές δαπάνες, όπως στο Ειδικό Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Διατροφής για Γυναίκες, Βρέφη και Παιδιά (WIC).
Συνολικά θα μειωθούν πολλές σημαντικές επενδύσεις στην εκπαίδευση, τη στέγαση, τις υποδομές, την επιστημονική έρευνα και την πρόληψη ασθενειών.
Τερματίζεται επίσης από τον Σεπτέμβριο -νωρίτερα από το αναμενόμενο- το πανδημικό «πάγωμα» πληρωμής των ομοσπονδιακών φοιτητικών δανείων.
Μέτρο που θα πλήξει 43 εκατομμύρια δανειολήπτες, μειώνοντας δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα και κατά συνέπεια την αγοραστική δύναμη παρά πολλών νοικοκυριών, εν μέσω ακρίβειας.
Παράλληλα θα ανακατευθυνθούν έως και 20 από τα 80 δισεκατομμύρια δολάρια που εγκρίθηκαν πέρυσι για 10 χρόνια από τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο για την IRS.
Κοντολογίς η Υπηρεσία Ελέγχου Εισοδήματος των ΗΠΑ θα έχει λιγότερα κονδύλια για να εκσυγχρονίσει τα «γερασμένα» συστήματά της, να κυνηγήσει πλούσιους φοροφυγάδες και να βελτιώσει την εξυπηρέτηση των φορολογουμένων.
Τέθηκαν επίσης πιο στενά χρονικά όρια στις ενεργειακές αδειοδοτήσεις, επιταχύνοντας την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Mountain Valley στη Δυτική Βιρτζίνια.
Έργο που είχε πάρει την «ευλογία» της κυβέρνησης Τραμπ και -όπως άλλα σχέδια αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου- έχει πυροδοτήσει νομικές διαμάχες, λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών.
Μισογεμάτο ή μισοάδειο «ποτήρι»;
Πρόκειται για «μια σημαντική νίκη» για τους Ρεπουμπλικάνους, εκτιμά σε κύριο άρθρο της η Wall Street Journal.
Προώθησαν μέρος της ατζέντας τους, επισημαίνει, «με αντάλλαγμα την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους, που έπρεπε ούτως ή άλλως να αυξηθεί».
Ο Μπάιντεν από την άλλη μπλόκαρε τις «εξωφρενικές απαιτήσεις των Ρεπουμπλικανών», παρατηρεί η αρθρογράφος της Washington Post Τζένιφερ Ρούμπιν.
Διατήρησε «τις αυξήσεις φόρων και εξασφάλισε τη διετή αύξηση του ορίου χρέους», αναφέρει, υποδαυλίζοντας παράλληλα τη διχόνοια στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο.
Όμως «στην πραγματικότητα δεν ελήφθησαν μέτρα για την αύξηση των εσόδων -η συμφωνία αφορά αποκλειστικά σε μείωση των δαπανών», επισημαίνουν εύστοχα σε κύριο άρθρο οι New York Times.
Η συμφωνία δεν άγγιξε τις φοροελαφρύνσεις που εγκρίθηκαν επί προεδρίας Τραμπ, «προσθέτοντας 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια στο έλλειμμα μέχρι το 2029, προς όφελος των επιχειρήσεων και των πλουσίων», υπογραμμίζει η αμερικανική εφημερίδα.
Άφησε επίσης ανοιχτό «το “παραθυράκι” ως προς τη συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας, που ωφελεί τους διαχειριστές των hedge-fund και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων».
Με δεδομένο όμως τον μακροπρόθεσμο στόχο μείωσης του χρέους,
«μια πολύ πιο υπεύθυνη μορφή δημοσιονομικής πειθαρχίας», σχολιάζει, «είναι η είσπραξη των οφειλόμενων φόρων, οι περικοπές δαπανών όπου είναι αναγκαίες και η αναστροφή φορολογικών περικοπών που ωφελούν αποκλειστικά τους πλούσιους».
Τούτων λεχθέντων, οι ΗΠΑ θα βρεθούν και πάλι αντιμέτωπες με το ζήτημα της αύξησης του ορίου του χρέους λίγο μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024 και τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφωθούν τότε στο Κογκρέσο.
Το «κοντέρ» του αμερικανικού δημόσιου χρέους εν τω μεταξύ συνεχίζει να μετρά…