Σε γενικές γραμμές η έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας ήταν καλή. Είχε κάποιες παρατηρήσεις στο γνωστό «βρυξελλιώτικο», διακριτικό πλέον μετά το τέλος των Μνημονίων, ύφος. Αλλά πέρα τούτου ουδέν. Για την ακρίβεια υιοθετεί το σύνολο της προγραμματισμένης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη οικονομική πολιτική για το 2024. Δίνει με λίγα λόγια το περιθώριο για τα προγραμματισμένα μέτρα χαλάρωσης της οικονομίας. Αυτό που κόβει, σχεδόν διά ροπάλου, είναι τα έκτακτα. Αυτά που είχαμε μάθει την τελευταία τριετία, ως προερχόμενα από την υπεραπόδοση της οικονομίας. Προέκυπτε κάθε λίγο και λιγάκι δημοσιονομικός χώρος και αυτός μέσα σε λίγες εβδομάδες γινόταν ένα έκτακτο επιδοματάκι, που κρατούσαν την οικονομία και κυρίως το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Ε αυτά τα έκτακτα μέτρα μάς τελειώνουν από τις αρχές του επόμενου έτους.
Η μεγάλη θετική έκπληξη, που πιστώνεται χωρίς αμφιβολία στο απερχόμενο οικονομικό επιτελείο, είναι το μεγαλύτερο περιθώριο αυξημένων δαπανών που δίνει η Κομισιόν στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες με κατά πολύ μικρότερο χρέος. Η «οροφή» στην άνοδο καθαρών πρωτογενών δαπανών για την Ελλάδα το 2024 φτάνει το πολύ το 2,6%. Για μια χώρα με χρέος πάνω από το 170% του ΑΕΠ της είναι εντυπωσιακό γεγονός. Τα στοιχεία μάλιστα αποκαλύπτουν ότι ο περιορισμός που τίθεται στην Ελλάδα δεν είναι ο πιο αυστηρός ανά την Ευρώπη.
Υπάρχουν πολλά κράτη που έχουν από πολύ πιο αυστηρές ρήτρες στο νέο κριτήριο δημοσιονομικής προσαρμογής που διαμορφώνεται. Για παράδειγμα, στην Ιταλία το όριο είναι άνοδος των δαπανών μόλις κατά 1,3%, στην Πορτογαλία είναι 1,8%, στο Βέλγιο το όριο τίθεται στο 2%, στη Φινλανδία η άνοδος που επιτρέπεται είναι το πολύ 2,2%, στη Γαλλία είναι 2,3%, στην Ισπανία είναι στο 2,6% όπως και στην Ελλάδα και στη Γερμανία στο 2,5%. Βεβαίως στα υπόλοιπα κράτη το όριο είναι υψηλότερο, ή σε κάποια δεν υπάρχει καν περιορισμός. Αλλά από μόνη της η όγδοη θέση… αποπνέει μια κανονικότητα και οφείλεται αποκλειστικά στην προνοητικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, να μαζέψει την οικονομία σε μικρό έστω πρωτογενές πλεόνασμα από τα τέλη του 2022. Τι σημαίνει τώρα αυτό το +2,6%. Οι πρωτογενείς δαπάνες (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.) είναι περίπου 100 δισ. ευρώ. Αρα περίπου 2,6 δισ. είναι τα επιπλέον προς ξόδεμα ποσά το 2024. Καλύπτονται δηλαδή με αυτόν τον τρόπο οι αυξήσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, οι νέες αυξήσεις των συντάξεων (περίπου άλλο ένα 4%), η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μια αύξηση στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και ορισμένα ακόμα μέτρα μικρότερης δαπάνης. Τι δεν καλύπτονται; Αμετρες προεκλογικές υποσχέσεις. Αναγνωρίζεται η καλή πορεία της οικονομίας, δίνεται ένα ακόμα περιθώριο στην κατεύθυνση της σταδιακής επαναφοράς στα προ κρίσης επίπεδα και προφανώς σε απόλυτα ποσά όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουμε τόσο περισσότερα μπορούμε να ξοδέψουμε.
Αναδεικνύεται δηλαδή για μια ακόμα φορά, ότι σε αυτή τη φάση της οικονομίας (τη φάση της ανάκαμψης), παραμένει κυρίαρχο ζήτημα το πώς θα υπάρχει σχέδιο ώστε το ένα ευρώ που παράγεται να γίνει δύο ευρώ και ακόμα παραπάνω.