Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενημερώθηκε για το αίτημα της ρουμάνας γενικής εισαγγελέως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, Λάουρα Κόβεσι, σχετικά με την άρση ασυλίας της Μαρίας Σπυράκη, λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ώρα Βρυξελλών, μέσα στον πυρετό που επικρατούσε στη Σύνοδο Κορυφής για το πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου. Πληροφορούμαι ότι περισσότερο στάθηκε στο ότι η γαλάζια ευρωβουλευτής συμπεριλαμβανόταν σε ένα εισαγγελικό έγγραφο, κατόπιν έρευνας της OLAF, μαζί με την Εύα Καϊλή, της οποίας επίσης ζητείται η άρση ασυλίας για ανάλογη υπόθεση, άσχετη με το Qatargate, και λιγότερο με την ουσία του αιτήματος.
Ο εκνευρισμός μεταφέρθηκε γρήγορα σε όλη την πρωθυπουργική αποστολή στις Βρυξέλλες – και προτού ακόμη ξεκινήσει η συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη η απόφαση για αναστολή της κομματικής ιδιότητας της Μαρίας Σπυράκη είχε ληφθεί.
Οι πηγές μου με διαβεβαιώνουν ότι το βράδυ της Πέμπτης δεν υπήρξε καμία επικοινωνία του Πρωθυπουργού με την ευρωβουλευτή. Η εξήγηση για την πρωθυπουργική αντίδραση – «πολύ σοβαρή υπόθεση» χαρακτήρισε ο ίδιος όσα περιγράφονταν στο εισαγγελικό αίτημα – έχει να κάνει πρωτίστως με τον αιφνιδιασμό του. Η Σπυράκη γνώριζε εδώ και τρία χρόνια ότι ελεγχόταν από την ευρωπαϊκή υπηρεσία που διερευνά περιπτώσεις απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ, διαφθοράς και σοβαρών παραπτωμάτων, αλλά ούτε ο Πρωθυπουργός ούτε άλλος στο Μαξίμου είχε εικόνα για αυτή την εμπλοκή – που αποκτά άλλη διάσταση την ώρα των μεγάλων αναταράξεων στις Βρυξέλλες από το Qatargate. Ακόμα χειρότερα για τη Σπυράκη, δεν είχε η ίδια φροντίσει να ενημερώσει αρμοδίως όταν στις 24 Νοεμβρίου συνάντησε στο Μαξίμου τον Πρωθυπουργό και φωτογραφήθηκε μαζί του για την επισημοποίηση της υποψηφιότητάς της στην Α’ Θεσσαλονίκης – που πλέον είναι μετέωρη.
Από την πλευρά της Σπυράκη, πάντως, καταγράφω μια αισιοδοξία ότι η περιπέτειά της μπορεί να λήξει σύντομα. Η έρευνα της OLAF εντοπίζει μια οφειλή περίπου 23.000 ευρώ, τα οποία εφόσον πληρωθούν η εκκρεμότητα μπορεί να λάβει τέλος, ακόμη και πριν από το τέλος Ιανουαρίου. Και ίσως μπορέσει να είναι και πάλι υποψήφια στην Α’ Θεσσαλονίκης. Ειδικά για τις 23.000 ευρώ που είχε λάβει πρώην συνεργάτης της (ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με πολιτικά πρόσωπα) για μετακινήσεις σε Βρυξέλλες και Στρασβούργο, αν και για σοβαρούς προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους εκείνος παρέμενε στην Αθήνα. Ας τα πούμε οδοιπορικά που δεν έπρεπε να καταβληθούν. Η ίδια μάλιστα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει «ικανότατο» τον εν λόγω άλλοτε βοηθό της (από την πρώτη θητεία της στην Ευρωβουλή, την περίοδο 2014-2019). Και προφανώς, σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό, δεν βλέπει πίσω από το αίτημα για άρση της ασυλίας της μια «πολύ σοβαρή υπόθεση»…