Ένα σκεπτικό – κόλαφο, όχι μόνο για τον πρώην υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, αλλά και ηγετικά στελέχη του Σύριζα» τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί» στο διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών, αποκαλύπτει η δημοσίευση του πολυσέλιδου σκεπτικού του Ειδικού Δικαστηρίου, που υπό την προεδρία της αρεοπαγίτη Ιωάννας Κλάπα-Χριστοδουλέα και τη συμμετοχή ανώτατων δικαστών από τον Αρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας οδήγησε στην ομόφωνη καταδίκη του κατηγορούμενου σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών.
«Ο Νίκος Παππάς, με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις), επεδίωξε να υλοποιήσει το σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο, αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό την απόκτηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχο τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορούμενου», σύμφωνα με το σκεπτικό των ανώτατων δικαστών στους οποίους δεν καταλείπεται κανένα ίχνος αμφιβολίας για την τέλεση της παράβασης καθήκοντος (πλημμέλημα).
Στις τελευταίες 193 σελίδες των πρακτικών και της απόφασης του Δικαστηρίου (συνολικά αριθμούν στις 2.368 σελίδες), οι 13 αρεοπαγίτες και σύμβουλοι Επικρατείας κατακεραυνώνουν τον πρώην υπουργό αλλά και τα άλλα άγνωστα ηγετικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
«Ο Νίκος Παππάς –έκριναν οι δικαστές- ανέλαβε να υλοποιήσει το σχεδιασμό του ίδιου και της κυβερνητικής ηγεσίας για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του Συντάγματος και του νόμου, πείθοντας τον Χρήστο Καλογρίτσα να υπακούσει στις εντολές τους ως «πειθήνιο όργανο του», ως «παρένθετος» τούτου, που θα εξασφάλιζε την νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο.»
Κατά τους δικαστές, ο τότε υπουργός Επικρατείας κίνησε τα νήματα σε όλα τα στάδια: έπεισε τον Καλογρίτσα, τον έφερε σε επαφή με το λιβανέζικο κατασκευαστικό όμιλο για να εξασφαλιστούν τα χρήματα, παρενέβη στην τράπεζα για να κατατεθεί στο παρά πέντε η εγγυητική επιστολή, κανόνισε τις συναντήσεις με άλλους επιχειρηματίες όταν η CCC υπαναχώρησε και δεν φρόντισε ως όφειλε για το σωστό έλεγχο των οικονομικών της εταιρείας του επίδοξου καναλάρχη καθώς γνώριζε και ήθελε να αποκρύψει την οικονομική ακαταλληλότητα της.
Στον επίλογο της καταδικαστικής απόφασης, το Ειδικό Δικαστήριο συνοψίζει την παράνομη δράση του τότε υπουργού:
«Ως κορυφαίος υπουργός, ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοείτο με την ηγεσία της κυβέρνησης, υπό το κράτος της ισχύος, της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε, ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις, με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την αποκτήση μέσω της δημοπρασίας και υπό το μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του Χρήστο Καλογρίτσα, στην πραγματικότητα όμως και κατ’ ουσίαν θα τελούσε υπό τις εντολές του, την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του, με σκοπό να περιποιήσει στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του με αυτόν τον τρόπο υπεροχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού, βλάπτοντας τρίτους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας.»
«Απόλυτα κυρίαρχος, υπερόπτης και αμετανόητος»
Κατά τους δικαστικούς λειτουργούς που έκριναν την υπόθεση :
«Ο Νίκος Παππάς έχει αποκτήσει απόλυτη » κυριαρχία» στα της διενέργειας του διαγωνισμού και διακατεχόμενος από αίσθηση υπεροψίας και ισχύος ως κορυφαίος Υπουργός που συνομιλούσε απευθείας με τον τότε Πρωθυπουργό, περί τον Οκτώβριο του 2015 απευθύνθηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.»
Αλλά και καθόλη τη διάρκεια του εγχειρήματος για τη δημουργία ενός τηλεοπτικού σταθμού που θα χειραγωγούσε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ τους πολίτες, οι δικαστές κρίνουν ότι ο Νίκος Παππάς:
«Διακατέχομενος από αίσθημα υπεροχής και κυριαρχίας, χωρίς επίγνωση των σοβαρών επιπτώσεων των ενεργειών του στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε ως κρατικός λειτουργός, κατέχοντας το ύψιστο αξίωμα του υπουργού, υπό την επίφαση της τήρησης του νόμου και της δι’ αυτού επιβολής νομιμότητας στον τηλεοπτικό χώρο, ενεργούσε με μοναδικό σκοπό την απόκτηση, μέσω του Χρήστου Καλογρίτσα, τον οποίον αυτός καθοδηγούσε σε κάθε ενέργεια του, τηλεοπτικού σταθμού φερέφωνου των πολιτικών ιδεών και δράσεων της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου».
Οι δικαστές αιτιολογούν και την απόφαση τους να επιβάλουν στον πρώην υπουργό Επικρατείας την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για την παράβαση καθήκοντος. Είναι αμετανόητος αν και ήταν ο ιθύνων νους, αναφέρουν στο σκεπτικό τους:
«Ο Νίκος Παππάς όχι μόνο δεν συνειδητοποίησε την απαξία των παράνομων ενεργειών του ως υπουργού αλλά αντιθέτως, προκειμένου να αποσείσει τις σε βάρος του ποινικές ευθύνες, απέδωσε τα πάντα, σε ενέργειες και πρωτοβουλίες του συγκατηγορουμένου του Χρήστου Καλογρίτσα, στις οποίες αυτός δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη, ισχυρισμός όμως που διαψεύδεται πανηγυρικά από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού από το οποίο αναδεικνύεται ότι ο Νίκος Παππάς διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο στις πράξεις αυτές. Αποτελεί (η επιβαλλόμενη ποινή) την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του αφού ελήφθησαν υπόψιν η βλάβη που προξένησαν οι αξιόποινες πράξεις, η φύση, το είδος τους, τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεσή τους, ο τρόπος και οι μεθοδεύσεις που χρησιμοποιήθηκε, σε συνδυασμό με την όλη στάση και διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά από αυτές.»
«Σχέδιο υπό την έγκριση του ΣΥΡΙΖΑ»
Οι δικαστές ξετυλίγουν από την αρχή το κουβάρι της συμμετοχής Καλογρίτσα στο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, ο οποίος όπως αναφέρουν « ήταν ανέκαθεν ενταγμένος – στρατευμένος στην Αριστερά» και αποδέχθηκε να «ενεργεί ως παρένθετο πρόσωπο του Νίκου Παππά».
«Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου (Νίκος Παππάς) που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας αλλά και πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας που θα ελεγχόταν από τον Νίκο Παππά και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής, με σκοπό την υπέρ αυτών άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης.»,αναφέρουν και προσθέτουν :
«Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ο Ν.Παππάς ενεργώντας για τον εαυτό του, αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον συγκατηγορούμενο του, συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχύσει της αναγκαιότητα του εγχειρήματος έχοντας πλήρη γνώση της αφοσίωσης του Χρ.Καλογρίτσα στην Αριστερά, μετά από επανειλημμένες συζητήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα επαγγελματικά γραφεία του δεύτερου κατηγορούμενου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου , το οποίο αυτός συχνά επισκεπτόταν, του ζήτησε να βοηθήσει στη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού και την έκδοση πολιτικής εφημερίδας.
Ο πρώτος των κατηγορουμένων ζήτησε επίσης από τον δεύτερο να χρηματοδοτήσει καταρχήν το ως άνω εγχείρημα με τη ρητή υπόσχεση όμως ότι θα του επιστρέφονταν τα χρήματα. Μετά από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης Καλογρίτσα αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών , ο Χρ.Καλογρίτσας αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως «καθοδηγούμενος» από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος.
Μάλιστα παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χρ.Καλογρίτσας) κατά τον χρόνο αυτό αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του μετά από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο- ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις- δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του ότι «χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν».
Κατά τους δικαστές:«Μεθοδεύτηκε αντί του Χρήστου Καλογρίτσα να μετάσχει στην επικείμενη δημοπρασία για τις τηλεοπτικές άδειες αλλά και στην έκδοση της εφημερίδας τυπικά ο γιος του Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας για το λόγο ότι ο τελευταίος είχε μικρότερες οφειλές προς το Δημόσιο και έτσι θα ήταν εφικτό να καλυφθεί έξωθεν η υπό του νόμου προϋπόθεση της οικονομικής επάρκειας του υποψηφίου για τη χορήγηση της τηλεοπτικής αδείας (…) Στο πλαίσιο της υλοποίησης του εγχειρήματος εγκαταστάθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων του Χρ.Καλογρίτσα δεκάδες άτομα επιλεγέντα από τον πρώτο κατηγορούμενο και συγκεκριμένα δημοσιογράφοι τεχνικοί αλλά και δικηγόροι οι οποίοι είχαν αναλάβει κάτ’ εντολή αυτού να προετοιμάσουν τη σύσταση και λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού –ωσάν να ήσαν εκ των προτέρων σίγουροι ότι θα τους χορηγείτο η σχετική άδεια – καθώς και την υλοποίηση της υποβολής της σχετικής αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία.»
Για τις κυβερνητικές αρμοδιότητες, οι δικαστές αναφέρουν ότι ο Νίκος Παππάς είχε επωμιστεί, υποκαθιστώντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την υπηρεσιακή αρμοδιότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας που θα κατέληγε στη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, κατά τρόπο που θα διασφάλιζε απολύτως τις αρχές της νομιμότητας, της αντικειμενικότητας, της πολυφωνίας, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού και θα απέτρεπε οποιαδήποτε κυβερνητική ή κομματική επιρροή ή παρέμβαση ώστε να εξασφαλιστούν όλες οι ρυθμιστικές συνθήκες που ήταν απαραίτητες προκειμένου να λειτουργήσει με τον πλέον αντικειμενικό, διαφανή και αποτελεσματικό τρόπο η αγορά των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα.
Οφειλε επομένως, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, ως όργανο του κράτους που η εξουσία του απέρρεε από το λαό και προς όφελος του οποίου έπρεπε να την ασκεί, να τηρεί κατά γράμμα τις συνταγματικές επιταγές και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αντίθετη στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις. Επιπροσθέτως , κατά τους δικαστές, όφειλε να περιφρουρεί και να ελέγχει τις ενέργειες των οργάνων στα οποία ο ίδιος είχε αναθέσει της τήρηση των διαδικασιών της διενέργειας της δημοπρασίας, ήτοι τα στελέχη και τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας που αποτελεί δημόσια υπηρεσία της οποίας προϊσταται .
«Η εικονική σύμβαση»
Στην απόφαση γίνεται λόγος και εκτενής αναφορά στην εικονική σύμβαση υπεργολαβίας με το λιβανέζικο όμιλο CCC και τα ραντεβού με τον εκ των επικεφαλής του ομίλου Σάμερ Χουρι στο πλαίσιο της ανεύρεσης μία νομιμοφανούς λύσης για τη χρηματοδότηση του Χρήστου Καλογρίτσα, τόσο για το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ ώστε να εκδοθεί η απαιτούμενη για τη συμμετοχή της εταιρείας του γιου του ισόποση εγγυητική επιστολή όσο και για να καταβληθεί η πρώτη δόση της άδειας.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση:
« Ο Νίκος Παππάς εκμεταλλευόμενος την υπουργική του ιδιότητα και κατάχρηση της ισχύος που αυτή του προσέδιδε επιδόθηκε σε εργώδη προσπάθεια. Αρχικά για το σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας νομιμοφανούς λύσης σε συνεργασία με τον Σάμερ Χούρι και τα στελέχη του λιβανέζικου ομίλου, η οποία να καλύπτει τα ίχνη της πραγματικής τους συνεργασίας και μέσω αυτής να καταστεί εφικτή η χρηματοδότηση του Καλογρίτσα με το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ.»
Σύμφωνα με τους δικαστές «όλα τα περιστατικά ισχύουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία ότι εικονικά και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας».
Εκ των υστέρων βέβαια σύμφωνα με τους δικαστές όταν οι συνθήκες κατέστησαν ιδιαίτερα δυσχερείς, η λιβανέζικη εταιρεία CCC εκδήλωσε την πρόθεση της να υπαναχωρήσει από όσα είχε συμφωνήσει με τον κ.Παππά και να μην χρηματοδοτήσει με το ποσό της πρώτης δόσης τον Χρήστο Καλογρίτσα.
Τότε, όπως περιγράφεται στην απόφαση:
«Ο Νίκος Παππάς, επιστρατεύοντας εκ νέου τις διασυνδέσεις και τις επαφές που διατηρούσε λόγω του υπουργικού του αξιώματος και την ισχύ που η θέση αυτή του προσέδιδε, ήρθε σε επαφή με επιχειρηματίες διαμηνύοντας ότι ενεργεί σύμφωνα με τη βούληση του τότε πρωθυπουργού, επιδιώκοντας τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του για την καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος. Στις ενέργειες αυτές προέβη όχι βεβαίως με σκοπό να βοηθήσει ένα φιλικό του πρόσωπο, δίκην «ρουσφετιού» , αλλά για να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την επιτυχία του δικού του εγχειρήματος δηλαδή την απόκτηση του εν λόγω τηλεοπτικού σταθμού. Διαβεβαίωνε μάλιστα τον Καλογρίτσα ότι τα χρήματα υπάρχουν και θα καταβληθούν.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του πρώτου κατηγορουμένου Νίκου Παππά μέσω των επαφών και των διασυνδέσεων του με διάφορα πρόσωπα τα οποία κατά την άποψή του είτε διέθεταν τα οικονομικά μέσα όπως οι κ.κ. Μαρινάκης και Αρτεμίου είτε μπορούσαν να ενδώσουν στις πιέσεις του λόγω της δυσχερούς κατάστασης στην οποία βρίσκονταν τη δεδομένη χρονική στιγμή όπως ο Δ. Κοντομηνάς καθώς ο τηλεοπτικός του σταθμός βρισκόταν εκτός της διαγωνιστικής διαδικασίας, ενεργώντας αθεμίτως και κατά κατάχρηση της ισχύος που διέθετε ως υπουργός, απέτυχε εν τέλει να εξεύρει χρηματοδότηση ώστε να καταβληθεί η πρώτη δόση του.»
«Προκλητικά χαριστική η έκδοση εγγυητικής επιστολής»
Στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης γίνεται ακόμα λόγος για την τραπεζική χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα από την έκδοση εγγυητικής επιστολής υπό συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προκλητικά χαριστικές υπέρ του Χρήστου Καλογρίτσα ως «σπρώξιμο» αυτού προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή του γιου του στη δημοπρασία και την υλοποίηση του σχεδιασμού.
Οι σημαντικοί μάρτυρες
Η μαρτυρία της επί 40 έτη γραμματέως του εργολάβου Ευθαλίας Διαμαντή, συνεκτιμήθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο. Στο σκεπτικό γίνεται εκτενής αναφορά στα όσα κατέθεσε στο ακροατήριο.
Ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό τους κάνουν οι δικαστές στην κατάθεση του επιχειρηματία Ευάγγελο Μαρινάκη, στον οποίον από το 2016 ανήκει η εταιρεία Alter Ego και ο τηλεοπτικός σταθμός Mega Ghannel .
Αναφέρονται μεταξύ άλλων, στην από 21/12 /2022 ένορκη ανακριτική εξέταση του κ.Μαρινάκη , στην οποία αναφέρει:
«Ηταν ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η διαδικασία στο να διευκολυνθεί ο Χρήστος Καλογρίτσας και να βρεθούν τα χρήματα, τη διεκπεραίωνε ο Νίκος Παππάς γιατί από προηγούμενες συζητήσεις μου μαζί του και μαζί τους γνώριζα ότι ήθελαν ένα κανάλι το οποίο να υποστηρίζει ό,τι θέλουν να κάνουν ως κυβέρνηση και γενικότερα να μπορούν να διαμορφώνουν ως κυβέρνηση και ως ΣΥΡΙΖΑ τη στρατηγική αλλά και το περιεχόμενο των εκπομπών του καναλιού. Αυτές οι προθέσεις μου φάνηκαν πολύ περίεργες και αυτό που τους είχα πει επανειλημμένως είναι ότι αυτό το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο και λανθασμένο κατά τη γνώμη μου γιατί μία κυβέρνηση δεν πρέπει ποτέ να ασχολείται με την ιδιοκτησία και με τον έλεγχο ενός καναλιού πανελλήνιας εμβέλειας. (…) Θεωρώ ότι ο Χρήστος καλογρίτσας ακολούθησε τις εντολές τους (σ.σ. εννοεί το Νίκο Παππά και τον Αλέξη Τσίπρα) στο να δημιουργηθεί ένα κανάλι για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την κυβέρνηση και ήταν αυτοί που είχαν αναλάβει τις πρωτοβουλίες για να βρεθούν τα χρήματα και να στήσουν το κανάλι ώστε να προωθούν την πολιτική τους και να υποστηρίζουν τις θέσεις τους απασχολώντας και ανθρώπους προσκείμενους ή ενταγμένους στο κόμμα τους». Περαιτέρω ο ίδιος μάρτυρας εξεταζόμενος ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου επιβεβαίωσε όσα υποστήριξε σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου στις 18/11/2019, δηλαδή ότι «το κανάλι το χτίζανε μέσα στο Μαξίμου. Αυτή είναι η πραγματικότητα και να βγει και προκαλώ τώρα κιόλας τον κύριο Παππά να βγει να διαψεύσει αυτό που λέω ότι και ο κύριος Τσίπρας γιατί ήταν όπως σας είπα ενήμερος» .
Ο κ.Μαρινάκης κατέθεσε επιπροσθέτως ότι «η συγκεκριμένη κυβέρνηση όσον αφορά τα Μέσα μαζικής Ενημέρωσης είχε λανθασμένη άποψη για το πώς θα πρέπει να λειτουργούν αυτά τα μέσα και είχε γίνει μία προσέγγιση στο να εκφράσουν την επιθυμία τους στο να αλλάξουν οι διευθυντές και στο να απολυθούν ορισμένοι δημοσιογράφοι. Αυτό δείχνει μία λάθος αντίληψη για το πώς λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα μας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και ένα χρόνο πριν όσον αφορά όχι τη διαδικασία του διαγωνισμού αλλά προς την επιθυμία του κυρίου Πάππα και του κυρίου Τσίπρα και τις κυβερνήσεις να μπορέσουν να αποκτήσουν με έναν άνθρωπο φιλικά προσκείμενο μαζί τους έναν τηλεοπτικό σταθμό και να βοηθήσουν όχι μόνο να τον αποκτήσει και να αγοράσει την άδεια αλλά και να του βάλουμε και τους ανθρώπους να το τρέξουν και να το οργανώσουν αυτό το κανάλι. Αυτό θεωρώ ότι είναι μεγάλο λάθος Και δημιουργεί τεράστιο θέμα στη Δημοκρατία και στον τόπο μας. (…) Το να φτιαχτεί αυτό το κανάλι ήταν καθαρά μία επιθυμία του κυρίου Τσίπρα και του κυρίου Παππά. Ο Χρήστος Καλογρίτσας δεν είχε κανένα λόγο. Σπρώχθηκε σε αυτή την κατεύθυνση στην ουσία αυτός ο σταθμός να δουλέψει για την κυβέρνηση ή για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ».
Στη δικαστική απόφαση επισημαίνεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο Ευάγγελος Μαρινάκης διατηρούσε άριστες σχέσεις με την τότε κυβέρνηση και τον πρώτο κατηγορούμενο Νίκο Παππά τον οποίο μάλιστα συναντούσε συχνά στο γραφείο του τελευταίου, στο γραφείο του, αλλά και στην οικία του, υποστήριζε δε τη διαγωνιστική διαδικασία καθώς και ότι η επιλογή για τον αριθμό των τεσσάρων αδειών ήταν σωστή, συμμετείχε δε στη δημοπρασία και κηρύχθηκε οριστικός υπερθεματιστής μιας εκ των τεσσάρων αδειών.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνουν οι δικαστές στο σκεπτικό τους και στην κατάθεση του δημοσιογράφου της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ Γιώργου Παπαχρήστου, ο οποίος στην από 29/11 /2021 στην ανακριτική του κατάθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων:
» Από την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 2012 επιδόθηκε σε ανήλικη πόλεμο κατά καναλιών και δημοσιογραφικών συγκροτημάτων με μοναδικό επιχείρημα ότι δεν υπήρχε αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών μία συγκεκαλυμμενη αντίληψη ότι κανάλια και δημοσιογραφικά συγκροτήματα δεν στηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντιθέτως τον πολεμούν. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η ηγετική του ομάδα κατέληξε στην απόφαση είτε να ποδηγετήσει δημοσιογραφικά συγκροτήματα είτε μέσω αδειών να καταφέρει να αποκτήσει ένα δικό της κανάλι που θα υποστηρίζει την πολιτική της. Στην πραγματικότητα αν ευοδονώταν αυτή η προσπάθεια αθροιζόμενων και των τριών καναλιών της ΕΡΤ θα αποκτούσε τεράστια επικοινωνιακή υπέροχη».
Σε σχετική ερώτηση της ανακρίτριας ο δημοσιογράφος απάντησε ότι:
» Αυτό θα ήταν καταφανώς αντισυνταγματικό, βίαιη παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αντικειμενικής πληροφόρησης των πολιτών και επιπλέον κατάσταση που θα ταύτιζε τη χώρα με μη δημοκρατικά καθεστώτα για αυτό και με το που δημοσιοποιήθηκε η προκήρυξη για τις τηλεοπτικές άδειες και τον τρόπο που ο διαγωνισμός θα πραγματοποιούνταν προκλήθηκαν σοβαρές αντιδράσεις από συνταγματολόγους, κόμματα και δημοσιογραφικές ενώσεις».
Ο ίδιος μάρτυρας έχει πει ότι » στην υπόθεση αυτή ο Νίκος Παππάς ήταν ο μαέστρος που κρατούσε την μπαγκέτα και διεύθυνε όλη την επιχείρηση».
Τα ίδια επανέλαβε ο μάρτυρας Γιώργος Παπαχρήστος εξεταζόμενος και ενώπιον του δικαστηρίου επιβεβαιώνοντας όσα κατέθεσε στην ανακριτική του εξέταση προσθέτοντας ότι «η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών έχει μία σωστή βάση που ήταν η αναγκαιότητα να τεθεί ένα πλαίσιο λειτουργίας στο τηλεοπτικό τοπίο. Αυτή η διαπίστωση όμως είναι τελείως διαφορετική από την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να καταφέρει να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο. Έχω την αίσθηση ότι η προσπάθεια αυτή έτσι όπως οργανώθηκε μεθοδεύτηκε και υλοποιήθηκε είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην επιτευχθεί ο στόχος Ο σκοπός αλλά κάτι ουσία να μην υπάρξει η αναγκαία ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου» και ότι » από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο μέσω της προκήρυξης του διαγωνισμού και μας δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι υπήρξε μία στοχευμένη προσπάθεια μία τουλάχιστον από τις άδειες να κατευθυνθεί σε πρόσωπο το οποίο τυγχάνει της απολύτου εμπιστοσύνης».
Οι ανώτατοι δικαστές ολοκληρώνουν την απόφαση τους με την αποστολή στον Εισαγγελέα των καταγγελιών της γραμματέως Καλογρίτσα για χρήματα που έφευγαν από τα γραφεία του εργολάβου στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.