Οι πληροφορίες γύρω από τη σύλληψη δύο υπόπτων, με καταγωγή από το Πακιστάν, για σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης σε εβραϊκό εστιατόριο στην Αθήνα, έχουν προκαλέσει μεγάλη εντύπωση, όμως έχουν γεννήσει και ερωτήματα, ιδίως ως προς τον τρόπο με τον οποίο «πλαισιώνονται» και παρουσιάζονται αυτές οι αποκαλύψεις.
Ερωτήματα στα οποία θα ήταν καλό να δοθούν απαντήσεις το επόμενο διάστημα.
Το σενάριο όπως έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα
Μέχρι τώρα η επίσημη ενημέρωση που έχει υπάρξει είναι ότι δυο μετανάστες από το Πακιστάν, χωρίς τακτοποιημένα χαρτιά, που εργάζονταν σε διάφορες περιστασιακές εργασίες από αυτές που συνήθως αναλαμβάνουν μετανάστες, στρατολογήθηκαν από ομοεθνή τους, που όμως ζούσε στο Ιράν και οποίος δρούσε για λογαριασμό της Δύναμης Κουντς, που είναι ένας κλάδος των Φρουρών της Επανάστασης, που αποτελούν τμήμα των ενόπλων δυνάμεων του Ιράν.
Ο συγκεκριμένος καθοδηγητής, πάλι σύμφωνα με όσα έχουν έρθει στη δημοσιότητα, τους έδινε οδηγίες για να πραγματοποιήσουν επίθεση σε βάρος ισραηλινών στόχων, ξεκινώντας από τον σχεδιασμό μιας αιματηρής επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο εβραϊκό εστιατόριο. Μάλιστα, ο καθοδηγητής υποσχόταν αμοιβές μεγάλες και μάλιστα ανάλογες με τον αριθμό των θυμάτων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Ισραήλ, που μέσω της Μοσσάντ είχε συμμετοχή στον εντοπισμό των υπόπτων, χαιρέτησε τις συλλήψεις υπογραμμίζοντας ότι για άλλη μια φορά καταδείχθηκε η ευθύνη του Ιράν στο σχεδιασμό τέτοιων επιθέσεων.
Από τη μεριά του, το ίδιο το Ιράν με ανάρτηση της Πρεσβείας του Ιράν στην Αθήνα υποστήριξε ότι δεν έχει καμία σχέση και ότι όλα αυτά είναι «κατασκευασμένα σενάρια σιωνιστών».
Τα ερωτήματα
Όμως, γύρω από αυτό το αφήγημα υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν κυρίως για τον τρόπο που αποδίδεται αυτή η υπόθεση σε σχεδιασμό του Ιράν. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, ούτε η χώρα μας ούτε η ΕΕ έχουν χαρακτηρίσει του Φρουρούς της Επανάστασης και τους διάφορους κλάδους τους «τρομοκρατική οργάνωση» και ότι τυχόν ευθεία απόδοση ευθύνης στη Δύναμη Κουντς θα ισοδυναμούσε με απόδοση ευθύνης στην ίδια την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Δύναμη Κουντς δεν είναι μια «οργάνωση», αλλά ένας επίλεκτος κλάδος των Φρουρών της Επανάστασης, επιτελώντας έναν ρόλο που συνδυάζει τη στρατιωτική αντικατασκοπεία με τις «ειδικές αποστολές», αποτελώντας παράλληλα τον ένοπλο βραχίονα της εξωτερικής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Αυτό έχει να κάνει καταρχάς με τη «μεθοδολογία» της σχεδιαζόμενης επίθεσης. Είναι αλήθεια ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει το Ιράν ότι «υποθάλπει την τρομοκρατία». Όμως, αυτές οι κατηγορίες κυρίως αφορούν τον τρόπο που το Ιράν υποστηρίζει, πολιτικά αλλά και σε επίπεδο τεχνογνωσίας, μια σειρά από μεγάλες οργανώσεις και κινήματα, από τη Χεζμπολάχ μέχρι τους αντάρτες Χούθι στον εμφύλιο της Υεμένης. Δεν έχουν υπάρξει, δηλαδή, κατηγορίες για τέτοιου είδους επιθέσεις «ατομικής τρομοκρατίας» σε δυτικές χώρες. Αντιθέτως, το Ιράν υποστηρίζει, μέσω όντως της Δύναμης Κουντς ιδίως με βάση την κατεύθυνση που της έδωσε ο δολοφονημένος από τις ΗΠΑ το 2020 στη Βαγδάτα Κασέμ Σολεϊμανί, περισσότερο οργανώσεις με χαρακτηριστικά πολιτοφυλακής, που σε χώρες όπως το Ιράκ ανήκουν ουσιαστικά στις ένοπλες δυνάμεις (οι Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης), ή στη Συρία όπου συνεργάστηκαν στην πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους, ή οργανώσεις που αποτελούν αναγνωρισμένα πολιτικοστρατιωτικά κινήματα όπως είναι η Χεζμπολάχ.
Επιπλέον, παρότι το Ιράν έχει σχέσεις πολιτικά ρεύματα και οργανώσεις στο Πακιστάν που εκπροσωπούν την σιιτική μειοψηφία της χώρας και οι υπηρεσίες ασφαλείας του Πακιστάν θεωρούν ότι Πακιστανοί πολίτες κατηγορούμενοι για τρομοκρατική δράση στο Πακιστάν φιλοξενούνται στο Ιράν, εντούτοις, δεν έχουν υπάρξει ιδιαίτερα πολλές αναφορές για Πακιστανούς υπό την καθοδήγηση των Ιραν με δράση εναντίον δυτικών στόχων. Άλλωστε, οι δύο χώρες έχουν και αντιπαλότητα εξαιτίας του ζητήματος του Μπαλουχιστάν.
Και βεβαίως, υπάρχει το ερώτημα εάν και κατά πόσο σήμερα το Ιράν θα επέλεγε να κάνει επιθέσεις και μάλιστα στην πράξη «με την υπογραφή του» σε μια ευρωπαϊκή χώρα, την ώρα που η ΕΕ π.χ. έχει αρνηθεί να χαρακτηρίσει, όπως αναφέραμε, τους Φρουρούς της Επανάστασης ως «τρομοκρατική οργάνωση», συνεχίζονται, έστω και με προβλήματα οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και υπάρχει πάντα το ερώτημα εάν θα μπορούσαν μεγαλύτερες ποσότητες ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου να βελτιώσουν την ενεργειακή συνθήκη.
Επιπλέον, το Ιράν βρίσκεται σε μια φάση που βλέπει τη θέση του αναβαθμίζεται, μέσα από τις διαδικασίες «εξομάλυνσης», με χώρες του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία αλλά και μέσα από την ενεργητικότερη συμμετοχή σε «ευρασιατικές» διεργασίες όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυστηρότεροι και σκληρότεροι τόνοι από τη Δύση προς το Ιράν έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με τη συμπόρευση Ιράν και Ρωσίας, ενδεικτικές οι κατηγορίες ότι το Ιράν προσφέρει μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία για την πολεμική προσπάθεια στην Ουκρανία.
Υπάρχουν δηλαδή ερωτήματα που αφορούν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας επίθεσης με δεδομένη την τρέχουσα εξωτερική πολιτική του Ιράν.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ιδίως το Ισραήλ, σε αυτή την περίοδο, που αισθάνεται μια σχετική πίεση από τις νέες ισορροπίες που αναπτύσσονται στη Μέση Ανατολή, κυρίως με το γεγονός της επαναπροσέγγισης του Ιράν με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή τα ΗΑΕ, θα ήθελαν να υπάρχει μια πιο συγκρουσιακή στάση των χωρών που ανήκουν στη Δύση απέναντι στο Ιράν.
Τι θυμίζει η επίθεση
Η ίδια η επίθεση δεν θυμίζει ακριβώς τη δράση οργανώσεων που υποστηρίζει το Ιράν, που συνήθως είναι μεγάλα κινήματα που έχουν περισσότερο χαρακτήρα στρατών.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία θυμίζει περισσότερο π.χ. τις πρακτικές του Ισλαμικού Κράτους, που όντως έχει επιδοθεί κατά καιρούς στη στρατολόγηση μέσω διαδικτύου και στην πραγματοποίηση επιθέσεων «μοναχικών λύκων» χωρίς μεγάλες απαιτήσεις εξοπλισμού.
Αντίστοιχα, η στρατολόγηση ανθρώπων μεταναστευτικής καταγωγής που συχνά δεν έχουν ένα παρελθόν πολιτικής στράτευσης ή «ριζοσπαστικοποίησης» και που καταλήγουν να συμμετάσχουν σε επιθέσεις είναι κάτι που κυρίως έχουμε δει να κάνουν τα διάφορα franchise της Αλ-Κάιντα.
Επομένως είναι σαφές ότι η αναμενόμενα περιορισμένη και επιλεκτική μέχρι τώρα πληροφόρηση γεννά μια σειρά από ερωτήματα σε σχέση με το είδος, τα κίνητρα και τη μεθόδευση των φερόμενων ως υπόπτων και κυρίως τον τρόπο που προβλήθηκε μια διασύνδεση με κρατικές υπηρεσίες του Ιράν. Προφανώς, η εξέλιξη της ανακριτικής διαδικασίας για την υπόθεση θα προσφέρει κάποιες περισσότερες πληροφορίες και απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.