«Ο αγγλικός λαός νομίζει ότι είναι ελεύθερος· απατάται οικτρά· είναι ελεύθερος μόνο κατά τη διάρκεια της εκλογής των μελών του κοινοβουλίου· μόλις εκλεγούν, είναι δούλος, δεν είναι τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τις σύντομες στιγμές της ελευθερίας του αποδεικνύει ότι αξίζει να τη χάσει». Με αυτόν τον κάπως αφοριστικό τρόπο ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ υπογράμμισε τα όρια που έχει μια ελευθερία που κατά βάση περιορίζεται στη δυνατότητα να εκλέξουμε αυτούς που θα κυβερνήσουν, χωρίς μετά να έχουμε πραγματικό έλεγχο πάνω στις διαδικασίες αποφάσεων.
Το απόσπασμα του Ρουσσώ παρέθεσε πρόσφατα επιδοκιμαστικά ο Φρεντερίκ Λορντόν σε ένα άρθρο που έθετε το ζήτημα του πώς ολοένα και περισσότερο θεωρείται ότι αρκεί η νίκη σε εκλογές για να λυθεί κάθε θέμα νομιμοποίησης μιας πολιτικής, ακόμη και όταν η κοινωνία με πλειοψηφικό τρόπο είναι αντίθετη και υπάρχουν μεγάλες μαζικές κινητοποιήσεις. Ο Λορντόν αναφέρεται στις μεγάλες κινητοποιήσεις που είναι σε εξέλιξη στη Γαλλία με αφορμή την αντιδημοφιλή μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και για την οποία μια μερίδα των σχολιαστών στη δημόσια σφαίρα επιμένει ότι είναι νομιμοποιημένη, εφόσον την εισηγείται μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Η υπενθύμιση του Λορντόν ότι πρέπει να συζητήσουμε τι σημαίνει «δημοκρατική νομιμοποίηση» είναι επίκαιρη. Το ζήτημα δεν περιορίζεται απλώς στο ότι ειδικά στη Γαλλία υπάρχει το ζήτημα του χαμηλού ποσοστού του προέδρου Μακρόν στον πρώτο γύρο (παρά την τυπική «πρωτιά») ή στο ότι το κόμμα του δεν τα πήγε ιδιαίτερα καλά και στις βουλευτικές εκλογές. Το ερώτημα είναι τελικά εάν η δημοκρατία περιορίζεται στις εκλογές ή αφορά κάτι ευρύτερο.
Αρκούν οι εκλογές;
Σίγουρα για πολλούς οι εκλογές αποτελούν τον τελικό και βασικό μηχανισμό νομιμοποίησης μιας πολιτικής. Αυτός θεωρείται ο έσχατος «κανόνας του παιχνιδιού». Μάλιστα ολοένα και περισσότερο υποστηρίζεται ότι ακόμη και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις θα πρέπει να μη δοκιμάζουν, ακόμη και εάν έχουν τη σχετική εκλογική εντολή, να παρεμβαίνουν στην οικονομία και τις δυναμικές των αγορών (που για ορισμένους είναι πιο ορθολογικές από τους ίδιους τους εκλογείς). Αυτό αποτυπώνει η προσπάθεια κρίσιμοι μηχανισμοί να παραμένουν ουσιωδώς απρόσβλητοι από τους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας, από τις ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες έως τις κάθε λογής ανεξάρτητες αρχές.
Ομως, η βασικότερη μορφή που παίρνει αυτή η προσπάθεια περιορισμού της έννοιας της δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι ότι όλο και πιο πολύ θεωρείται ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να ανταποκρίνονται στις πιέσεις και τα αιτήματα που έρχονται από μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Αυτό γίνεται στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση επιμένει σε μια μεταρρύθμιση την οποία ο ίδιος ο Μακρόν θεωρούσε μη αναγκαία μερικά χρόνια πριν. Στη χώρα μας είχαμε την εμπειρία της περιόδου των Μνημονίων, όταν διαδοχικές κυβερνήσεις πέρασαν σαρωτικές αλλαγές, τις επιπτώσεις των οποίων υφιστάμεθα ακόμη, παρά την πλειοψηφική απόρριψη από την κοινωνία, που αποτυπώθηκε σε μια χωρίς προηγούμενο ακολουθία κοινωνικών αγώνων αλλά και σε ένα απολύτως σαφές αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος.
Ομως, εδώ αναδεικνύεται ένα κρίσιμο ερώτημα που αφορά τελικά το ποιοι ακριβώς είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί και εάν τα συνδικάτα, τα κοινωνικά κινήματα, οι μαζικές κινητοποιήσεις είναι τμήμα της δημοκρατικής διαδικασίας ή όχι. Ούτως ή άλλως, υπήρχε το πρόβλημα να αντιμετωπίζονται ως «ομάδες πίεσης» από μια ολόκληρη παράδοση στην πολιτική επιστήμη, που υποτιμούσε το πώς αποτελούν μια καταστατική πλευρά της δημοκρατικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι επί της ουσίας μια κυβέρνηση που νομοθετεί ενάντια σε μεγάλα πλειοψηφικά κινήματα δεν συμπεριφέρεται δημοκρατικά και ότι η οργή ή η αγανάκτηση δεν είναι απλώς μια αντίδραση αλλά ένα γνήσιο δημοκρατικό αίτημα το οποίο πρέπει να εισακουστεί.
Μία από τα ίδια
Βεβαίως, υπάρχει ο αντίλογος ότι μια κυβέρνηση που νομοθετεί αντιδημοφιλή μέτρα στο τέλος θα πληρώσει το τίμημα στις επόμενες εκλογές. Ομως, αυτό συνήθως δεν οδηγεί σε αλλαγές πολιτικής, αλλά μόνο σε αλλαγές κυβερνήσεων που εν συνεχεία προσπαθούν να εφαρμόσουν λίγο – πολύ τις ίδιες πολιτικές, και συχνά υφίστανται την ίδια φθορά στην προσπάθεια να τις περάσουν.
Ομως, αυτό σημαίνει τελικά ότι ολοένα και περισσότερο οι σύγχρονες «φιλελεύθερες δημοκρατίες» γίνονται κενά κελύφη ως προς την πραγματική δημοκρατική διαδικασία, με κυβερνήσεις ουσιωδώς αποξενωμένες από την κοινωνική πλειοψηφία και με κοινωνίες που βλέπουν ότι οι εκφράσεις αποδοκιμασίας πολιτικών και διεκδίκησης αιτημάτων που υποτίθεται ότι αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα, αντιμετωπίζονται απλώς ως ενοχλητικές οχλαγωγίες. Αυτό οδηγεί στις εναλλαγές ανάμεσα σε μορφές πολιτικής απάθειας (που συχνά παρερμηνεύονται ως νομιμοποίηση) και μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις που μπορεί να αποτυπώνουν τα πραγματικά ρήγματα που διαπερνούν την κοινωνία, όμως την ίδια στιγμή δυσκολεύονται όχι μόνο να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα, αλλά και να βρουν επαρκή πολιτική μετάφραση σε μια εναλλακτική στρατηγική.
Η δημοκρατία του «δρόμου»
Στην πραγματικότητα ο «δρόμος» δεν αποτελεί μόνο το βασικό μέσο με το οποίο οι υποτελείς κοινωνικές ομάδες μπορούν να διατυπώσουν πιο άμεσα τα αιτήματα και τις αγωνίες τους, αλλά και ένας τρόπος να στοχαστούμε τη δημοκρατία ως αυτό που πραγματικά είναι: μια ανοιχτή, συμμετοχική και εγγενώς συγκρουσιακή διαδικασία, με ορίζοντα όχι τη νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων, αλλά μετασχηματισμούς που κάνουν όντως καλύτερη τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας.