Η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως «μεμονωμένο συμβάν», «χωρίς πιθανό ευρύτερο αντίκτυπο», που ακολούθησε, με όρους «αυτοματισμού» σχεδόν, την ανακοίνωση ότι κατέρρευσε η 16η εμπορική τράπεζα των ΗΠΑ, η Silicon Valley Bank, η οποία είχε στο τέλος του 2022 ενεργητικό 209 δισεκατομμύρια δολάρια, διαψεύστηκε με μάλλον σαφή τρόπο από την αρκετά εντυπωσιακή υποχώρηση των αγορών τη Δευτέρα 13 Μαρτίου.
Ούτε μπορεί εύκολα αυτή αντίδραση των αγορών να θεωρηθεί μια «υπερδιόρθωση», που συχνά βλέπουμε όταν πλήθος επενδυτών επιλέγουν την έξοδο από συγκεκριμένες τοποθετήσεις, συνήθως επειδή εκτιμούν ότι πλήθος άλλοι επενδυτές θα σκεφτούν με αυτόν τον τρόπο, οπότε καλύτερα να πουλήσουν και αυτοί μια ώρα αρχύτερα.
Στην πραγματικότητα, οι εκφράσεις αυτές «ψυχραιμίας» απλώς συγκάλυπταν την ανομολόγητη επίγνωση ότι αυτό που συνέβη ούτε τυχαίο ήταν ούτε ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά σύμπτωμα συνολικότερων αντιφατικών τάσεων και δυναμικών που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία.
Ο σίγουρος τρόπος να καταρρεύσει μια τράπεζα
Τυπικά η συμπεριφορά της SVB έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ακολουθίας που μπορεί να οδηγήσει μια τράπεζα σε κατάρρευση.
Η τράπεζα είχε τοποθετήσει ένα σημαντικό μέρος του ενεργητικού της σε μακροπρόθεσμους τίτλους του αμερικανικού δημοσίου, που παραδοσιακά θεωρούνται ένα σίγουρο αποκούμπι. Όμως, τους είχε αγοράσει στην κορύφωση των τιμών τους και άρα με πολύ χαμηλές αποδόσεις. Όμως, οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από την FED είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν και οι αποδόσεις γενικά των ομολόγων. Όμως, όταν αυξάνεται η απόδοση ενός ομολόγου, μειώνεται η αξία του. Η SVB αναγκάστηκε να πουλήσει αυτά τα ομόλογα ουσιαστικά με ζημιά και ανακοίνωσε ότι θα έκανε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να καλύψει αυτή τη ζημιά.
Όμως, η είδηση αυτή θεωρήθηκε από τους καταθέτες της τράπεζας ένδειξη ότι η τράπεζα δεν πήγαινε καλά. Αυτό προκάλεσε μια μαζική προσπάθεια ανάληψης καταθέσεων, ένα πραγματικό bank run. Επειδή, όμως, οι τράπεζες ποτέ δεν έχουν πραγματικά διαθέσιμο προς ανάληψη το σύνολο των καταθέσεων που έχουν γίνει σε αυτές, αφού ένα μεγάλο μέρος το δανείζουν ή το επενδύουν, ήταν προφανές ότι έπρεπε να ανακοινώσει ότι σταματούν οι αναλήψεις και αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της τράπεζας.
Τα πράγματα έκανε χειρότερα η ίδια η σύνθεση των καταθετών της τράπεζας και του είδους των δανείων που έδινε. H SVB ήταν μια τράπεζα που επικέντρωνε σε σημαντικό βαθμό σε εταιρείες και start-ups της υψηλής τεχνολογίας. Αυτό αφορούσε και τις επιχειρήσεις στις οποίες δάνειζε αλλά και του πελάτες που κατέθεταν σε αυτή, συμπεριλαμβανομένου σημαντικού αριθμού κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (venture capitals) που χρησιμοποιούσαν αυτή την τράπεζα ως όχημα για τις επενδύσεις τους. Αυτό το ιδιαίτερο πελατολόγιο σήμαινε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των καταθέσεών σε αυτήν ξεπερνούσαν το όριο των 250.000 δολαρίων που είναι εγγυημένες από την FDIC, τον ομοσπονδιακό οργανισμό που εγγυάται τις καταθέσεις. Και γι’ αυτό, όταν φάνηκε ότι η τράπεζα αντιμετώπιζε προβλήματα, αυτό το πελατολόγιο έσπευσε να κάνει αναλήψεις. Ούτως ή άλλως, οι τράπεζες συνολικότερα αντιμετώπιζαν μια δυσπιστία από τους καταθέτες, ακριβώς γιατί την ώρα που αύξαιναν τα επιτόκια δανεισμού δεν έδιναν σχεδόν τίποτα στις καταθέσεις, κάτι που έθετε το ζήτημα εάν έπρεπε να αναζητήσουν πιο συμφέρουσες προτάσεις αλλού.
Οι δομικές αντιφάσεις
Η πιο συγκροτημένη προσπάθεια να παρουσιαστεί ως «μεμονωμένο περιστατικό» ήταν να θεωρηθεί ότι ήταν μια μικρότερη τράπεζα, που σε μεγάλο βαθμό λειτουργούσε προσελκύοντας καταθέσεις και δίνοντας δάνεια, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες τράπεζες που έχουν πιο διαφοροποιημένες πηγές χρηματοδότησης. Ωστόσο, δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη τραπεζική κατάρρευση στις ΗΠΑ από το 2008.
Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι στην περίπτωση της SVB βλέπουμε τη συμπύκνωση συνολικότερων αντιφάσεων που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Καταρχάς έχουμε όλα τα σημάδια μιας αστάθειας συνολικά ως προς τις αναπτυγμένες οικονομίες. Μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη αισιοδοξία για την παγκόσμια οικονομία, όμως στις αναπτυγμένες «δυτικές» οικονομίες, υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα.
Η υποχώρηση στην κερδοφορία (που εν μέρει μόνο αναπληρώνεται από την αύξηση των τιμών που τροφοδοτεί και τον πληθωρισμό), η απουσία τομών στην παραγωγικότητα, οι επιπτώσεις «εξωγενών» αναταράξεων όπως ο πόλεμος, η σχετική υποχώρηση των προσδοκιών, όλα αυτά ενέχουν το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης. Κάτι τέτοιο, όμως, θα σήμαινε και αρκετές επενδύσεις που δεν θα ολοκληρώνονταν ή επιχειρήσεις που θα ανέστειλαν και πλευρές της λειτουργίας τους. Αυτό θα αύξαινε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και άρα θα ασκούσε πίεση στο τραπεζικό σύστημα.
Έπειτα, υπάρχει η αντίφαση που αφορά την ίδια την πολιτική επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και που αφορά το γεγονός ότι αντιμέτωπες με έναν πληθωρισμό που επιμένει σκέφτονται κατά βάση με όρους αύξησης των επιτοκίων, ως του τρόπου με τον οποίο θα επιβραδυνθεί η οικονομία, θα αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθεί η ζήτηση και θα υποχωρήσει ο δείκτης τιμών καταναλωτή.
Μόνο που αυτή η πολιτική των υψηλών επιτοκίων έχει διάφορα προβλήματα και κυρίως το γεγονός ότι επιμένει σε ένα σχήμα «πλεονάζουσας ζήτησης» και δεν εξετάζει τα προβλήματα από τη μεριά της προσφοράς όπως είναι η κατάσταση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και αυτό που έχει περιγραφεί ως «πληθωρισμός κερδών».
Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί νέα συνθήκη στις αγορές ομολόγων. Και αυτό γιατί σημαίνει υψηλότερα επιτόκια στα ομόλογα από εδώ και πέρα αλλά και μεγαλύτερες αποδόσεις στα ομόλογα που ήδη έχουν εκδοθεί και κυκλοφορούν στη δευτερογενή αγορά. Μόνο που για μεγάλο διάστημα αυτά τα ομόλογα είχαν αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο του ενεργητικού τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών και τώρα η αύξηση επιτοκίων/αποδόσεων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα και αναταράξεις, όπως φάνηκε και με την αναταραχή στα βρετανικά συνταξιοδοτικά ταμεία που είχαν σημαντική έκθεση σε τέτοια ομόλογα του βρετανικού δημοσίου. Μάλιστα, ειδικά για τις ΗΠΑ υπήρξαν μια πολύ μεγάλη αύξηση στις τοποθετήσεις αμερικανικών τραπεζών σε ομόλογα το αμέσως προηγούμενο διάστημα, ιδίως από τη στιγμή που προς τα εκεί κατευθύνθηκε και μεγάλο μέρος από την πλεονάζουσα ρευστόητα δημιούργησαν οι κάθε λογής ενισχύσεις της περιόδου της πανδημίας.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι όλα αυτά θα αντιμετωπιστούν με το να συγκρατηθεί η αύξηση των επιτοκίων και αρκετοί πιστεύουν ότι αντιμέτωποι με αυτούς τους κραδασμούς στο τραπεζικό σύστημα η FED είτε δεν θα προχωρήσει τώρα σε νέα αύξηση ή θα προχωρήσει σε αύξηση 0,25%.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το πώς διαβάζει η αμερικανική κεντρική τράπεζα τα στοιχεία για την αγορά εργασίας στις ΗΠΑ. Και αυτό γιατί ο τρόπος που η αγορά εργασίας δείχνει να είναι «σφιχτή», με χαμηλό ποσοστό ανεργίας και δημιουργία σημαντικού αριθμού νέων θέσεων εργασίας, σημαίνει ότι ακόμη δεν υπάρχει μια πίεση για μείωση τιμών. Αυτό με τη σειρά του είναι πιθανό να αυξήσει την πίεση για νέες αυξήσεις επιτοκίων μέχρις ότου υπάρξει αντιστροφή ιδίως στον δομικό πληθωρισμό.
Ο αβέβαιος ορίζοντας
Σε πείσμα όλων των εξελίξεων που έχουν υπάρξει στη σύγχρονη τραπεζική, όλων των σύνθετων εργαλείων για τη διαχείριση του κινδύνου, όλων των περίπλοκων μορφών τιτλοποίησης που είναι διαθέσιμη, όλων των παραλλαγών αντιστάθμισης που υπάρχουν και βεβαίως των μηχανισμών που υποτίθεται ότι έγκαιρα θα εντοπίσουν ένα πρόβλημα και θα οδηγήσουν στη λήψη μέτρων, υπάρχουν και τα πάγια προβλήματα της τραπεζικής, το εγγενές ρίσκο της, όταν αλλάζει η οικονομική συγκυρία.
Αυτό έχει να κάνει με τη «χρονικότητα» της τραπεζικής. Ουσιαστικά, το τραπεζικό σύστημα, στον πυρήνα του τουλάχιστον, αυτό που κάνει είναι να προεξοφλεί ότι θα υπάρξουν μελλοντικές οικονομικές πρακτικές, αγορές, πωλήσεις και επενδύσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί ακόμη και να «δημιουργήσει» χρήμα, μοχλεύοντας ουσιαστικά το ενεργητικό του. Όλο αυτό μπορεί να λειτουργεί όσο όντως έρχονται αυτές οι μελλοντικές οικονομικές πρακτικές και συναλλαγές. Ενίοτε, λειτουργεί ακόμη και όταν η αισιοδοξία για το μέλλον είναι το λιγότερο αλαζονική. Όμως, όταν τα πράγματα αλλάζουν, όταν φυσούν υφεσιακοί άνεμοι και όταν δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν αυτές οι μελλοντικές συναλλαγές και επενδύσεις, τότε το τραπεζικό σύστημα εσωτερικεύει τις δυναμικές. Αυτό δεν σημαίνει κατάρρευση· σημαίνει όμως πιθανότητα οι πιο αδύναμοι κρίκοι να καταρρεύσουν, ιδίως εάν έχουν ανοίγματα εξαιτίας επιθετικής πολιτικής χορήγησης δανείων που δεν ταιριάζουν σε περίοδο πριν από υφεσιακή καμπή ή έχουν και άλλα στοιχεία ευαλωτότητας (π.χ. καταθέτες έτοιμους να αποχωρήσουν στο πρώτο αρνητικό σημάδι).
Μόνο που το πρόβλημα είναι πιο συνολικό και πιο βαθύ και δεν αφορά μόνο τους «αδύναμους κρίκους».