Παλαιότερα, θα μιλούσαμε για οικογενειοκρατία, για «τζάκια» και θέσεις στη δημόσια σφαίρα που κληρονομούνται από τη μία γενιά στην άλλη. Η Gen Z, όμως, δηλαδή οι νέοι που μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν σε περιόδους κρίσης, βρήκαν άλλον όρο για να γλυκάνουν τις κατηγορίες περί νεποτισμού -τα ονομαζόμενα «nepo babies» (τα «μωρά του νεποτισμού») δεν κουβαλούν πια με τον ίδιο τρόπο το βαρύ τους επώνυμο. Αντιθέτως, γίνονται αποδεκτά από το ευρύ κοινό χωρίς την απαξίωση που θα τους ακολουθούσε πριν από μερικά χρόνια, με μια προϋπόθεση: να αναγνωρίζουν το προνόμιό τους.
Η νέα αυτή οπτική ξεκίνησε από το Χόλιγουντ, όταν μια χρήστρια του Twitter ανακάλυψε πως ο δημιουργός και βασικοί ηθοποιοί της τηλεοπτικής σειράς «Euphoria» είναι όλοι «nepo babies» – δηλαδή έχουν κάποιον γονιό γνωστό στο Λος Αντζελες, που σημαίνει πως οι πόρτες του θεάματος, του σινεμά και της streaming τηλεόρασης άνοιξαν ευκολότερα. Σιγά σιγά, η συζήτηση επεκτάθηκε στους νέους αστέρες στη μουσική και την κινηματογραφική βιομηχανία. «Το Χόλιγουντ πάντα λάτρευε τα παιδιά των αστέρων. Το 2022, το Ιντερνετ τα συρρίκνωσε σε δύο λέξεις», έγραψε το Vulture. Και κάπως έτσι, έβγαλε και ένα μεγάλο βάρος από τους ώμους τους: ο όρος «nepo baby» δεν χρησιμοποιήθηκε με αρνητική χροιά, αλλά ως ένα χαρακτηριστικό που τους προσδιόριζε, όπως το χρώμα των μαλλιών τους και το ύψος τους.
Μια θέση στην πολιτική
Οπως στις ΗΠΑ, έτσι και στην Ελλάδα, τα «nepo babies» απαντώνται παντού – και στην πολιτική. Η είσοδος της μεσαίας τάξης στη δημόσια σκηνή, η πεποίθηση ότι δεν έχει σημασία από πού έρχεσαι για να μπορέσεις να αναδειχτείς στο κέντρο της πολιτικής, έγινε κανόνας την δεκαετία του ’80, με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ – κατά τον Κατσιφάρα, «αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας». Τα νομίσματα βέβαια, ακόμα και σαράντα χρόνια πριν, είχαν δύο όψεις: ο ίδιος ο Παπανδρέου, με τα δεδομένα της εποχής ήταν ένα «nepo baby», γόνος μιας πολιτικής οικογένειας με κύρος, που του έδινε προβάδισμα στη συμμετοχή στα κοινά. Η κριτική από την Αριστερά, η οποία εγκαλούσε τα κλειστά συστήματα οικογενειοκρατίας και νομής της εξουσίας, έμενε μισή από τη Μεταπολίτευση έως και σήμερα, καθώς συμπεριλαμβάνει κι αυτή παιδιά αγωνιστών στις τάξεις της και ενίοτε στα ψηφοδέλτιά της.
Η θεωρία και η πράξη
Στη θεωρία, σήμερα τα «nepo babies» και οι νέοι χωρίς οικογενειακές άκρες έχουν ίσες ευκαιρίες. Στην πράξη, μια ματιά στις λίστες των κομμάτων, σε σημερινές ή περασμένες ηγετικές ομάδες, φανερώνει το ειδικό φορτίο ενός επωνύμου με συμβολισμό: από το Παπανδρέου και το Μητσοτάκης έως τα παιδιά και τα ανίψια βουλευτών και υπουργών που επιλέγουν να διεκδικήσουν κι αυτά μια θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή, η οικογενειακή παράδοση παραμένει ελκυστική για μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού κοινού. Επιτρέπει, υπό μια έννοια, στους ψηφοφόρους να γνωρίζουν «τι αγοράζουν» – ξέρουν τη δημόσια διαδρομή των στενών συγγενών όσων ψηφίζουν για να τους εκπροσωπήσουν, τις καλές και τις κακές στιγμές μέσα στις οποίες γαλουχήθηκαν, άρα η επιλογή τους είναι πιο εύκολη. Αυτό δεν σημαίνει πως ψηφίζουν μια κόπια των γονιών τους: τα «nepo babies» παίρνουν την ώθηση, αλλά για να κερδίσουν τον σεβασμό πρέπει να αποδείξουν με κάποιον τρόπο πως την άξιζαν. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο επιχείρημα όσων «γόνων» διεκδικούν να μην κρίνονται από την καταγωγή τους – και αυτό ήταν ανέκαθεν: χαρακτηριστικά δείγματα νεποτισμού της εποχής τους, που έχουν μείνει στην ιστορία για τη δική τους πορεία, ήταν η Μαίρη Σέλεϊ, η Λάιζα Μινέλι και η Νάνσι Σινάτρα.
Οι ευκολίες των γόνων
Το προνόμιο, βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει. Τα σπίτια των γονιών τους μετατράπηκαν σε φυτώρια: τα «nepo babies» προστατεύονται συχνά από ανοίκειες επιθέσεις που δέχονται οι νεοεισερχόμενοι στην πολιτική, έχουν ευκολότερα δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες αν κάτι δεν πάει καλά στην πρώτη, έχουν καλύτερες και ευρύτερες γνωριμίες με πρόσωπα των μίντια και της δημόσιας σκηνής που πολλές φορές τα γνώριζαν από την ηλικία που κυριολεκτικά μπουσουλούσαν. Δεν κρίνονται ποτέ με τον ίδιο τρόπο, αλλά συνήθως με την άνεση και την οικειότητα που φυλάσσεται συχνά για τους «δικούς μας». Αν αναγνωρίσουν τις ευκολίες, καταφέρνουν να γίνουν πιο συμπαθείς στο κοινό που τους ψηφίζει. Μόνο έτσι αναγνωρίζεται η αμφιβολία τους, η διαρκής σύγκριση με τους γονείς τους, η σκληρή κριτική από τους αντιπάλους τους που φτάνει μέχρι και την αμφισβήτηση της δημόσιας παρουσίας τους. Χωρίς την αντίληψη του πλεονεκτήματος, κανείς δεν ασχολείται με την γκρίνια.