DW: Κυρία Τράστσικ-Στάβσκα, ενταχθήκατε στο πολωνικό αντιστασιακό κίνημα κατά των Γερμανών κατακτητών πριν ξεσπάσει η Εξέγερση της Βαρσοβίας. Ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για αυτή την απόφαση;
Τράστσικ-Στάβσκα: Ήθελα να πάρω εκδίκηση. Ξέρω ότι δεν είναι ωραίο συναίσθημα, αλλά δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι συμπατριώτες μου πυροβολούνταν σε δημόσιες εκτελέσεις και ήμασταν αναγκασμένοι να τις παρακολουθήσουμε. Ήθελα να δείξω ότι δεν είμαστε ανυπεράσπιστοι και ότι οι κατακτητές δεν έχουν δικαίωμα να μας αντιμετωπίζουν ως υπανθρώπους.
Υπήρξατε αυτόπτης μάρτυρας των φρικαλεοτήτων ως παιδί;
Ναι, από τις πρώτες μέρες του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1939, μια βόμβα χτύπησε ένα σπίτι στη γειτονιά. Μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά έτρεξε προς το μέρος μας για να απομακρυνθεί από τα φλεγόμενα ερείπια. Οι Γερμανοί που βρίσκονταν στον κήπο πυροβόλησαν επίτηδες όχι τη γυναίκα, αλλά το μωρό της. Το χέρι της διαλύθηκε από τη σφαίρα και το παιδί πέθανε ακαριαία. Αυτή η εμπειρία με έκανε να αποφασίσω να συνεχίσω να αγωνίζομαι.
Πολλοί νέοι εντάχθηκαν, όπως λέει, τότε στον αντιστασιακό αγώνα. Δεν είχαν όπλα, αλλά ζωγράφιζαν αντιγερμανικά συνθήματα στους τοίχους και έστελναν προειδοποιητικές επιστολές στους Πολωνούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Στην Αντίσταση ήταν και ο πατέρας της και ο αδελφός της. Η Εξέγερση της Βαρσοβίας δεν διήρκησε όμως τρεις μέρες, αλλά 63 τελικά. Η 17χρονη τότε αγωνίστρια λέει πως όλος ο κόσμος ήταν στο πλευρό τους, «ήταν σαν εθνική γιορτή» όπως χαρακτηριστικά λέει. «Νομίζω ότι οι πραγματικοί ήρωες δεν ήταν οι ένοπλοι αντάρτες, αλλά ο άμαχος πληθυσμός. Ο κόσμος άντεξε μαζί μας, μας ζητούσε να μην τα παρατήσουμε κι ας υπέφερε περισσότερο από εμάς που αγωνιζόμασταν» συμπληρώνει.
Πώς νιώθει ένα νεαρό κορίτσι σαν εσάς όταν πρέπει να πυροβολήσει και να σκοτώσει; Πώς αντιλαμβάνεστε τον αντίπαλο; Τον βλέπετε σαν άνθρωπο;
Δεν χρειάστηκε να πυροβολήσω. Είχα το καθήκον να πετάω χειροβομβίδες στους επιτιθέμενους στρατιώτες από το παράθυρο. Όταν οι Γερμανοί ύψωσαν τη λευκή σημαία και τους ζήτησαν να σταματήσουν να πυροβολούν για να μεταφέρουν τους νεκρούς και τους τραυματίες, είδα τι είχαν κάνει οι χειροβομβίδες μου. Είδα ξαπλωμένους στρατιώτες με γερμανικές στολές να υποφέρουν, να κλαίνε από τον πόνο. Πρώτη φορά κατάλαβα ότι είναι και αυτοί άνθρωποι. Όταν πυροβολείς, το κάνεις από μια συγκεκριμένη απόσταση, όπου βλέπεις μόνο τον εχθρό. Αλλά το να βλέπεις ανθρώπους που υποφέρουν από κοντά είναι κάτι διαφορετικό. Το μίσος γίνεται συμπόνια».
Οι εφιάλτες την ταλαιπωρούν ακόμα και σήμερα. Τα βράδια βλέπει συχνά όνειρα ότι οι Γερμανοί επιτίθενται και το πιστόλι της μπλοκάρει. Συγκλονίζει η δήλωσή της ότι όταν «στέκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλό σου, μερικές φορές το χέρι σου τρέμει. Ήμουν σε μια τέτοια κατάσταση – κοιταχτήκαμε στα μάτια με έναν λίγο μεγαλύτερο Γερμανό και φύγαμε χωρίς να πυροβολήσουμε ο ένας τον άλλον, παρόλο που είχαμε και οι δύο όπλα».
Σήμερα πια εργάζεται για την κατανόηση των δύο λαών και δεν πιστεύει ότι πρέπει να ζητούν αποζημιώσεις. «Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να ζητάμε χρήματα από τους Γερμανούς για αυτό που έκαναν οι παππούδες τους». Υπάρχουν βέβαια και οι αντίθετες απόψεις. Το σημαντικό είναι να κοιτά κανείς το μέλλον χωρίς να ξεχνά το παρελθόν.
Επιμέλεια: Μαρία Ρηγούτσου