Το 2024 ήταν πολύ δύσκολο για την ευρωζώνη, καθώς οι μεγαλύτερες οικονομίες της, η Γερμανία και η Γαλλία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις, γεγονός που σημαίνει ότι καμία από τις δύο δεν έχει προϋπολογισμό για το 2025.
Σύμφωνα με το CNBC, οι οικονομολόγοι λένε ότι η πορεία και για τις δύο χώρες είναι ανησυχητική, προειδοποιώντας ότι η απουσία ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η πολιτική αδιαλλαξία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρακμή και απώλεια κύρους για την Ευρώπη στο σύνολό της.
«Η κατάσταση σήμερα διαφέρει από την προηγούμενη κρίση [δημόσιου χρέους] στο βαθμό που τα πιο έντονα προβλήματα της Ευρώπης δεν συγκεντρώνονται πλέον σε μικρότερες οικονομίες όπως η Ελλάδα. Αντιθέτως, είναι οι δύο σημαντικότερες οικονομίες της Ευρώπης που βρίσκονται », δήλωσε ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Capital Economics σε ανάλυση τον Δεκέμβριο.
«Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με συνεχή παρακμή χωρίς θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα της», δήλωσε ο Shearing, σημειώνοντας ότι «είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι το μέλλον της Ευρώπης είναι ένα μέλλον πολύ χαμηλής ανάπτυξης, συνεχιζόμενων ανησυχιών για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και μιας φθίνουσας θέσης της σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας».
Σήμερα, ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία διαθέτουν προϋπολογισμό για το 2025, εν μέσω πολιτικών εντάσεων που τελικά οδήγησαν στην πτώση των κυβερνήσεών τους.
Νέες εκλογές πρόκειται να διεξαχθούν στη Γερμανία τον Φεβρουάριο και οι αναλυτές στοιχηματίζουν για νέες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία το επόμενο καλοκαίρι. Οι χώρες λειτουργούν τώρα με προσωρινούς προϋπολογισμούς, αφού μετέφεραν τις διατάξεις για τη φορολογία και τις δαπάνες του 2024 στο τρέχον έτος, και είναι αβέβαιο πότε θα συμφωνήσουν για τον προϋπολογισμό του 2025.
Η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται αντιμέτωπες με διαφορετικές οικονομικές προκλήσεις, που αντανακλούν τόσο τους κινδύνους των υπερβολικών δαπανών όσο και των ελλιπών δαπανών.
Η Γαλλία είχε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που εκτιμάται ότι θα φτάσει το 6,1% και ένα χρέος στο 112% το 2024, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Η νέα κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού αναμένεται να αγωνιστεί για να πείσει τους αντιμαχόμενους βουλευτές όλων των πλευρών να ψηφίσουν έναν προϋπολογισμό για το 2025, όπως ακριβώς έκανε και ο προκάτοχός του Μισέλ Μπαρνιέ.
Η Γερμανία, εν τω μεταξύ, βρίσκεται αντιμέτωπη με πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές τον Φεβρουάριο, αφού ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς κατέρρευσε το φθινόπωρο λόγω των διαφωνιών σχετικά με τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Το πρόβλημα της Γερμανίας είναι οι μειωμένες δαπάνες και η υποεπένδυση που έχουν οδηγήσει σε φθίνουσα οικονομική ανάπτυξη.
«Σε πλήρη αντίθεση, το πρόβλημα της Γερμανίας είναι η υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική πολιτική», σημείωσε ο Shearing της Capital Economics. «Το λεγόμενο «φρένο χρέους» της μειώνει σημαντικά τα περιθώρια για δαπάνες, παρόλο που η επιβάρυνση του γερμανικού δημόσιου χρέους είναι χαμηλή. Με μια στάσιμη οικονομία, η Γερμανία θα ωφεληθεί από μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική», σημείωσε.
Εστίαση στην ανάπτυξη
Οι οικονομολόγοι λένε ότι η έλλειψη δημοσιονομικών σχεδίων σημαίνει ότι οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης δεν θα μπορέσουν να επικεντρωθούν πλήρως στις πολιτικές που αποσκοπούν στην οικονομική ανάπτυξη, συνεχίζοντας την ανησυχητική τάση των τελευταίων ετών για αναιμική ανάπτυξη.
Αυτό έχει προκληθεί από μια συρροή γεγονότων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος των τιμών της ενέργειας, παράγοντας που έπληξε τις ενεργοβόρες βιομηχανίες στην Ευρώπη, αλλά η κατάσταση έχει επίσης επιδεινωθεί από την ασθενέστερη ζήτηση – τόσο από την άποψη της εξωτερικής ζήτησης από χώρες όπως η Κίνα, όσο και από την ασθενέστερη καταναλωτική ζήτηση εντός της Ευρώπης – καθώς και από βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπάθησε να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη μειώνοντας τα επιτόκια, εφαρμόζοντας μείωση κατά 25 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο – την τέταρτη μείωση φέτος – ώστε το βασικό της επιτόκιο να διαμορφωθεί στο 3%. Η κεντρική τράπεζα ανέφερε ότι αναμένει ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα σημειώσει ανάπτυξη 0,7% το 2024 και 1,1% το 2025. Ο πληθωρισμός στο μπλοκ προβλεπόταν στο 2,4% το 2024 και στο 2,1% φέτος.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξη Τύπου τον Δεκέμβριο πριειδοποίησε για το ενδεχόμενο «μεγαλύτερων τριβών στο παγκόσμιο εμπόριο» και ότι «η μείωση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να εμποδίσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις να ανακάμψουν τόσο γρήγορα όσο αναμένεται».
Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Kallum Pickering, επικεφαλής οικονομολόγος της Peel Hunt, δήλωσε στο CNBC ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι πιο τολμηρή και να προχωρήσει σε μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων το 2025.
Άλλοι αναλυτές λένε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν μπορούν να βοηθήσουν με τα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, και με αντίξοες συνθήκες, όπως οι πιθανοί δασμοί στις ευρωπαϊκές εισαγωγές από τις ΗΠΑ, οι οποίοι είναι πιθανό να εισαχθούν από τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
«Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μια αρκετά δύσκολη χρονιά το 2025», δήλωσε στο CNBC ο Jari Stehn, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη, με την επενδυτική τράπεζα να προβλέπει ανάπτυξη 0,8% για την ευρωζώνη το 2025 – έναντι 2,5% για τις ΗΠΑ, κατά την ίδια περίοδο.
«Υπάρχουν πολλά ζητήματα … οι υψηλές τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα, οι εμπορικές εντάσεις είναι όλα αρνητικά πράγματα», δήλωσε. Ωστόσο, οι επενδυτές εξακολουθούσαν να αναζητούν πιθανά φωτεινά σημεία στην περιοχή.
«Ο κόσμος διερωτάται για το αν στη Γερμανία, όταν γίνουν νέες εκλογές, θα μπορούσαμε να έχουμε περισσότερη δημοσιονομική στήριξη – ίσως, πιστεύουμε ότι θα υπάρξει κάποια, αλλά πιστεύουμε ότι τελικά θα είναι περιορισμένη», δήλωσε ο Stehn.
«Ο κόσμος αναρωτιέται επίσης αν ο Ευρωπαίος καταναλωτής θα μπορούσε τελικά να εκπλήξει προς τα πάνω, καθώς το ποσοστό αποταμίευσης είναι υψηλό, υπάρχουν στην πραγματικότητα αρκετά χρήματα που θα μπορούσαν να δαπανηθούν, αλλά και πάλι πιστεύουμε ότι θα υπάρξει κάποια στήριξη, αλλά είναι απίθανο να υπάρξει μεγάλη ανοδική έκπληξη», πρόσθεσε.
Ο Stehn σημείωσε ότι τα χαμηλότερα επιτόκια «θα βοηθήσουν κάπως με την αποταμίευση και την τόνωση των καταναλωτικών δαπανών και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πιστεύουμε ότι η Ευρώπη θα αναπτυχθεί πράγματι το επόμενο έτος, παρά τις προκλήσεις αυτές».
«Αλλά την ίδια στιγμή, νομίζω ότι πρέπει επίσης να είμαστε ρεαλιστές όσον αφορά τους αντίθετους ανέμους για τους οποίους μιλήσαμε, όπως οι τιμές της ενέργειας, η Κίνα, διαρθρωτικά πράγματα. Η μείωση των επιτοκίων δεν πρόκειται να διορθώσει όλα αυτά τα πράγματα», κατέληξε.