Του Αντώνη Αντζολέτου
Το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου αποτελεί μόνιμο αντικείμενο συζήτησης στα πηγαδάκια της Βουλής και μεταξύ των στελεχών των κομμάτων. Θα το προωθήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Αυτή είναι η απορία πολλών γαλάζιων βουλευτών που γνωρίζουν καλά πως ο πρωθυπουργός δεν αλλάζει αυτά που λέει. Υπενθυμίζεται πως είχε εμφανιστεί καθησυχαστικός υποστηρίζοντας πως σε τρία χρόνια το τοπίο δεν θα είναι το ίδιο και η κυβέρνηση θα συσπειρώσει τις δυνάμεις της. Κυβερνητικά στελέχη υπερθεματίζουν γυρνώντας τον χρόνο στις εκλογές του 2023 με τη Νέα Δημοκρατία να φτάνει το 40,5% μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία. Σε άλλο μήκος κύματος κινείται ο Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος ζητεί αλλαγή του εκλογικού νόμου, καθώς όπως τονίζει δεν πιστεύει στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο Παύλος Μαρινάκης κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών επιμένει στην πρωθυπουργική γραμμή πως δεν υπάρχει κάποια πρόθεση για μεταβολή του συστήματος σε πιο πλειοψηφικό.
Σήμερα προβλέπεται μπόνους στο πρώτο κόμμα 20 έδρες με το που φτάσει το 25%. Για κάθε επιπλέον 0,5% θα λαμβάνει μια ακόμα έδρα και για το ανώτατο όριο των 50 εδρών χρειάζεται το ποσοστό να φτάσει το 40%. Είναι σαφές πως η αυτοδυναμία είναι άμεσα εξαρτημένη από τα μικρότερα κόμματα που δεν καταφέρνουν να περάσουν το 3% και να εισέλθουν στη Βουλή.
Το κυρίαρχο σενάριο για αλλαγή στο εκλογικό σύστημα, που δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν κυβερνητικό κύκλο, είναι να αυξηθεί το κατώφλι που χρειάζεται κάποιο κόμμα για να πάρει το εισιτήριο εισόδου στη Βουλή. Η άνοδος του πήχυ υπολογίζεται σε μια ή δυο μονάδες. Είναι γεγονός πως από τη στιγμή που μικρότερα κόμματα δυσκολευτούν να μπουν στη Βουλή διευκολύνεται ο στόχος της αυτοδυναμίας για τον πρώτο σχηματισμό. Ταυτόχρονα δεν δίνεται η δυνατότητα σε ευκαιριακές και πολλές φορές ακροδεξιές – αντισυστημικές δυνάμεις που «καβαλάνε» με τον πιο λαϊκίστικο τρόπο ένα κύμα οργής της κοινωνίας να γιγαντωθούν μέσω της εκπροσώπησής τους στο Κοινοβούλιο. Αν και σε αρκετές περιπτώσεις «ξεγυμνώνονται» από τη συνεχή έκθεσή τους παρουσιάζοντας ένδεια επιχειρημάτων ή αδυναμία να μείνουν μια συγκροτημένη ομάδα.
Σύμφωνα με την άλλη οπτική στην περίπτωση που αυξηθεί το όριο στο 4% ή 5%, αυτό μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τα μικρότερα κόμματα. Όταν ο πήχυς αλλάζει είναι φυσιολογικό και οι ψηφοφόροι να προσαρμόζονται με το κλίμα πόλωσης που θα προκληθεί κατά της κυβέρνησης. Το «αφήγημα» πως η πλειοψηφία επιχειρεί να περιορίσει την πολυφωνία στη Βουλή θα ακουστεί σε πολλά στρώματα της κοινωνίας. Αν στις προηγούμενες εκλογές το κατώφλι ήταν στο 4% Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας δεν θα είχαν εκπροσώπηση με την Ολομέλεια να συγκροτείται από έξι κόμματα. Παράλληλα η Νέα Δημοκρατία θα είχε αυξημένη πλειοψηφία σε σχέση με τις 158 έδρες που έλαβε πριν από 14 μήνες. Ιδέες για το πως θα μπορούσε να ενισχυθεί η πλειοψηφικότητα του συστήματος έχουν πέσει πολλές στο τραπέζι, ωστόσο όλα αποτελούν απλώς σενάρια. Αρκετοί υποστηρίζουν πως το πλέον δίκαιο μέτρο το οποίο πρέπει να εισαχθεί στον εκλογικό νόμο είναι το μπόνους που παίρνει το πρώτο κόμμα να εξαρτάται και από τη διαφορά που έχει με το δεύτερο.