Της Έλενας Γαλάρη
Εντείνεται η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει μεταξύ του δικηγορικού κόσμου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τη συντονιστική επιτροπή των δικηγόρων να προτείνει αποχή από τις δίκες του ΣτΕ μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου.
Ο νομικός όρος «λαϊκή αγωγή» που αναφέρθηκε σε αποφάσεις της ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε ότι ο ΔΣΑ δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του αντιπροέδρου, αναπληρωτή αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό περί διορισμού προέδρου, αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), πυροδότησε την κόντρα μεταξύ τους.
Άμεση ήταν η απάντηση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλη Πικραμένου, ο οποίος σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας Δημήτρη Βερβεσό αναφέρει:
«Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, όπως αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του…. Το ΣτΕ έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης» αναφέρει ο κ. Πικραμμένος και καταλήγει στην επιστολή του:
“Οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης (που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία».
Η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, πρότεινε, μεταξύ των άλλων, στους 64 Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας:
- την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ μέχρι 31.12.2024,
- Τη διερεύνηση δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
- Την ανάδειξη του ζητήματος στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE).
Η συντονιστική επιτροπή επισήμανε ότι άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι «η αίτηση ακύρωσης, στρεφόμενη κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, προσλαμβάνει το χαρακτήρα «λαϊκής αγωγής», που δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία αποτελεί οπισθοδρόμηση στην ιστορία του ίδιου του Δικαστηρίου και παραβιάζει ρητή διάταξη νόμου», προσθέτοντας ότι προφανώς έχει ενοχλήσει και η αντίθεσή μας στις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις της δικονομίας του ΣτΕ”.