Την ύστατη στιγμή του θανάτου, οι περισσότεροι ευχόμαστε να έρθει να μας βρει σε μεγάλη ηλικία και να φύγουμε με ήσυχο και ανώδυνο τρόπο. Είναι, επομένως, σοκαριστικό το θέαμα της μούμιας, 3.500 χρόνια πριν, με ορθάνοιχτο το στόμα σαν να ουρλιάζει, που αντίκρισαν οι επιστήμονες, όταν την ανακάλυψαν.
Η μούμια ανακαλύφθηκε το 1935, σύμφωνα με τη MailOnline, σε μια αρχαιολογική ανασκαφή που αποκάλυψε ένα ξύλινο φέρετρο, το οποίο βρισκόταν κάτω από τον τάφο του αρχιτέκτονα Senmut, ο οποίος πέθανε το 1464 π.Χ.
Τι γνωρίζουμε για τη γυναίκα που ουρλιάζει
Το φέρετρο περιείχε το αταυτοποίητο σώμα μιας γυναίκας, που φορούσε μελαχρινή περούκα και δύο δαχτυλίδια με ασημένιους και χρυσούς σκαραβαίους.
Βρέθηκε με το στόμα ανοιχτό σαν να πέθανε ουρλιάζοντας και γι’ αυτό οι επιστήμονες την ονόμασαν «Η γυναίκα που ουρλιάζει».
Εξετάζοντας τη μούμια με σύγχρονες τεχνικές ελέγχου, οι επιστήμονες συμπέραναν ότι η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη με το πρόσωπο προς τα πάνω, με τα πόδια της τεντωμένα και τα χέρια της σταυρωμένα πάνω από τη βουβωνική χώρα.
Της έλειπαν αρκετά δόντια, τα οποία μάλλον τα έχασε πριν τον θάνατό της και ήταν γύρω στο 1.54 σε ύψος. Ήταν περίπου 48 χρονών και υπέφερε από ήπια αρθρίτιδα της σπονδυλικής στήλης.
Η «κραυγή» της μούμιας
Η μούμια είχε ταριχευθεί με άρκευθο και λιβάνι, ακριβά υλικά που πρέπει να είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο.
Η σπανιότητα και η ακριβή τιμή των υλικών ταρίχευσης φαίνεται να δείχνουν ότι η διαδικασία της ταφής έγινε απρόσεχτα και βιαστικά με αποτέλεσμα να παραμελήσουν αυτοί που την έθαψαν να της κλείσουν το στόμα.
Η Sahar Saleem, μία από τους συγγραφείς της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, είπε: «Η έκφραση του προσώπου της μούμιας, που φαίνεται σαν να ουρλιάζει σε αυτή τη μελέτη θα μπορούσε να διαβαστεί ως σπασμός του πτώματος, υπονοώντας ότι η γυναίκα πέθανε κραυγάζοντας από αγωνία ή πόνο».