Πριν από τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, πολλοί Παλαιστίνιοι ζούσαν ήδη σε μεγάλη φτώχεια.
Σήμερα, ακόμα και οι πιο εύποροι καταλήγουν άποροι, με τα χρήματά τους να μην έχουν καμία αξία σε αυτόν τον πολιορκημένο θύλακα όπου δεν υπάρχει πλέον τίποτα να αγοράσουν.
Αναγκασμένος να μετακινηθεί λόγω των βομβαρδισμών και στη συνέχεια της χερσαίας εφόδου του ισραηλινού στρατού, ο Μοχάμεντ αλ-Μαχντούν, 36 ετών, αναζητά διαμέρισμα στη Ράφα, στο νοτιότερο άκρο του θύλακα, στα σύνορα με την Αίγυπτο.
Για τα δύο μικρά του παιδιά και τα 11 μέλη της διευρυμένης οικογένειάς του, δηλώνει διατεθειμένος να δώσει 1.000 δολάρια τον μήνα για μια στέγη, μια μικρή περιουσία για τους κατοίκους της Γάζας. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα για να νοικιάσει κανείς.
«Δεν ψάχνουμε κάτι ξεχωριστό», δήλωσε, απογοητευμένος, στο Γαλλικό Πρακτορείο, διευκρινίζοντας ότι ακόμα και ο άνετος προϋπολογισμός του δεν τον βοηθά.
Ο ίδιος και οι συγγενείς του έφυγαν από την πόλη της Γάζας όπου το σπίτι τους επλήγη από ισραηλινό χτύπημα. Λόγω της έλλειψης καυσίμων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το αυτοκίνητό τους και πήραν τους δρόμους χωρίς να κουβαλούν τίποτα.
Ο Μοχάμεντ αλ-Μαχντούν κατάφερε ωστόσο να βρει χειμερινά ρούχα, με την τιμή τους να είναι τριπλάσια της συνηθισμένης.
«Φθάσαμε εδώ στο τέλος εντός απερίγραπτου ταξιδιού με δυσκολίες και ταπεινώσεις, που είναι αδύνατον να ξεχάσουμε. Όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τα όσα ζήσαμε», δήλωσε.
«Αισθάνομαι αβοήθητος όταν ο γιος μου μου ζητά κάτι. Ζητά σοκολάτα και πατατάκια και θα πλήρωνα μια περιουσία για να τον ευχαριστήσω. Μόνο, που δεν υπάρχει τίποτα».
Τα χρήματα δεν αλλάζουν τίποτα
Οι κάτοικοι της Γάζας έφυγαν για τον νότο κατά δεκάδες χιλιάδες, με αυτοκίνητα, φορτηγά, κάρα που έσερναν άλογα ακόμα και με τα πόδια. Έως τη Ράφα, που έγινε ένας τεράστιος καταυλισμός με σκηνές και αυτοσχέδια καταφύγια.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με την πρωτοφανή επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου που στοίχισε τη ζωή σε 1.200 ανθρώπους, πυροδοτώντας μια ισραηλινή αεροπορική και χερσαία επίθεση που ισοπέδωσε τη Γάζα και σκότωσε πάνω από 18.400 ανθρώπους, σύμφωνα με το ελεγχόμενο από τη Χαμάς υπουργείο Υγείας.
Σύμφωνα με το γραφείο ανθρωπιστικών υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA), οι κάτοικοι της Γάζας βρίσκονται εδώ και κάποιες εβδομάδες σε «συνθήκες καταστροφής». Πρέπει να κάνουν υπομονή για ώρες σε κέντρα διανομής βοήθειας για να πάρουν προμήθειες από τα ισχνά αποθέματα σε νερό, τροφή και φάρμακα. Ωστόσο, οι ασθένειες εξαπλώνονται μέσα στη φτώχεια, που επιδεινώνεται από τις βροχές και τις πλημμύρες.
Και τα χρήματα δεν αλλάζουν τίποτα.
Ο Αμπού Χάλεντ, 47 ετών, ζει μέρα και νύχτα με τη μητέρα του, τη σύζυγό του και τα παιδιά τους στο γυαλιστερό τους 4Χ4. «Κοιμόμαστε στο αυτοκίνητο», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο. «Το παρκάραμε δίπλα στο νοσοκομείο για να είναι πιο εύκολο να πάμε στις τουαλέτες». Και συνεχίζει, πικρογελώντας: «Ζούσαμε σε μια βίλα με πισίνα. Τώρα, είμαστε στον δρόμο».
Κάτω από το τραπέζι
Η Σαμάρ Μοχάμεντ, μια 38χρονη δασκάλα, κατέφυγε σε φιλικό σπίτι στη Ράφα μαζί με τον σύζυγό και τα παιδιά τους, εγκαταλείποντας το διαμέρισμα τους των 200 τμ στην πόλη της Ράφα.
«Το αυτοκίνητό μου είναι ακινητοποιημένο, σταθμευμένο στον δρόμο εδώ και πάνω από ένα μήνα, λόγω της έλλειψης καυσίμων», δήλωσε. «Έχουμε χρήματα, δόξα τω Θεώ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα στην αγορά».
Ο σύζυγός της προσπαθεί με κάθε μέσο να βγάλει την οικογένεια από τη Γάζα, αλλά η Αίγυπτος δεν το επιτρέπει, διότι φοβάται μια εισροή προσφύγων που πιθανόν ποτέ να μην τους δοθεί άδεια να επιστρέψουν. Τους είπαν ότι είναι δυνατόν να διασχίσουν τα σύνορα, υπό τον όρο να πληρώσουν χιλιάδες δολάρια κάτω από το τραπέζι.
«Είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε αλλά δεν έχουμε βρει κανέναν στον οποίο να έχουμε αρκετή εμπιστοσύνη», δήλωσε η ίδια.
Πλέον, αρκετές οικογένειες με οικονομική άνεση ζουν επίσης στις σκηνές.
«Τα χρήματα έχουν γίνει απλά ένα κομμάτι χαρτί χωρίς καμία αξία. Ακόμα κι αν είχατε ένα εκατομμύριο σεκέλ, δεν θα μπορούσατε να προστατεύσετε την οικογένειά σας», δήλωσε η Σαμάρ Μοχάμεντ. «Οι πλούσιοι και οι φτωχοί ζουν δίπλα-δίπλα στις σκηνές, τρώνε και πίνουν τα ίδια πράγματα και κανείς δεν νιώθει ασφάλεια».