Το Μεντεγίν ήταν κάποτε η παγκόσμια πρωτεύουσα της κοκαΐνης και η πιο βίαιη πόλη του πλανήτη. Όπως όλη η Κολομβία, παραμένει ένας επικίνδυνος προορισμός κατά το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, λόγω εγκληματικότητας, τρομοκρατίας και κινδύνου απαγωγών.
Όμως η πόλη που έγινε συνώνυμη με το καρτέλ του Πάμπλο Εσκομπάρ διεκδικεί πλέον μια νέα θέση στον παγκόσμιο «χάρτη», ως μια από τις «πρωτεύουσες» των ψηφιακών νομάδων.
Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές της γης, στις γειτονιές του Μεντεγίν ξεπηδούν συνέχεια ειδικά διαμορφωμένοι χώροι με γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις για το νέο αυτό είδος τουρίστα-εργαζόμενου εξ αποστάσεως με ειδική βίζα.
Συνήθως πρόκειται για τις πιο ανεπτυγμένες και στιλάτες συνοικίες στην «Πόλη της Αιώνιας Άνοιξης», που -μαζί με χώρους τηλεργασίας- προσφέρουν στους αλλοδαπούς νέους, πλην όμως προσωρινούς κατοίκους της καταλύματα αντάξια των προσδοκιών και των βαλαντίων τους.
Όμως το Μεντεγίν δεν είναι παρά ένα πρόσφατο σημείο αναφοράς για το παγκόσμιο δίκτυο των εξ αποστάσεως εργαζομένων, το οποίο εκτείνεται πια σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη.
Η νοτιοανατολική Ασία παραμένει ο Νο1 δημοφιλής προορισμός τους.
Όχι τυχαία, σε αυτή την περιοχή βρίσκονται τέσσερις από τις δέκα κορυφαίες πόλεις που προτιμούν οι ψηφιακοί νομάδες, σύμφωνα με τον ιστότοπο Nomad List.
Τη λίστα συμπληρώνουν επίσης δημοφιλείς αλλά σχετικά φθηνοί -σε σχέση με τις αμοιβές τους- ευρωπαϊκοί προορισμοί, όπως η Λισαβόνα στην Πορτογαλία, το Ζάγκρεμπ στην Κροατία, τα Κανάρια Νησιά στην Ισπανία, η Τιμισοάρα στη Ρουμανία και η Βαρσοβία στην Πολωνία.
Μεγάλη κίνηση έχουν επίσης διάφορες πόλεις της Λατινικής Αμερικής, που προτιμούν πολλοί Αμερικανοί, καθώς η περιοχή έχει ίδιες ζώνες ώρας με τις ΗΠΑ.
Βάσει της εν λόγω ιστοσελίδας -πρακτικά μια ειδική βάση δεδομένων για ψηφιακούς νομάδες με τις καλύτερες τιμές ανά περιοχή, την ευρυζωνικότητα, μέχρι τον καιρό και την ποιότητα αέρα- η Αθήνα βρίσκεται στην 70η θέση.
Ουδέν… καλό αμιγές… κακού
Ως κατηγορία, οι ψηφιακοί νομάδες είναι σχετικά νέο φαινόμενο, όχι όμως και τόσο καινούργιο.
Άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Ωστόσο ο αριθμός τους εκτοξεύτηκε με τα lockdown κατά την πανδημία της COVID-19.
Εργαζόμενοι πια εξ αποστάσεως, πολλοί αλλάξαν τόπο, ακόμη και χώρα διαμονής.
Ακόμη και με την άρση των περιοριστικών μέτρων και τη λεγόμενη επιστροφή στην κανονικότητα, αρκετοί προτιμούν αυτόν τον τρόπο απασχόλησης, ταξιδεύοντας παράλληλα ανά τον κόσμο.
Σε αυτό βοηθούν η τεχνολογική ανάπτυξη και η επέκταση του ευρυζωνικού διαδικτύου παγκοσμίως, και δη εν μέσω πανδημίας.
Μόνο στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι ο αριθμός των εξ’ αποστάσεως εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε από 3,2 εκατομμύρια το 2019 σε 11,1 εκατομμύρια το 2022.
Έρευνα του Nomad List έδειξε ότι περίπου οι μισοί ψηφιακοί νομάδες σήμερα είναι από τις ΗΠΑ, περίπου το ένα τρίτο από την Ευρώπη και οι υπόλοιποι από άλλες περιοχές του κόσμου.
Τα κράτη εν τω μεταξύ που εκδίδουν ειδικές βίζες για ψηφιακούς νομάδες έχουν φτάσει τα 58.
Κοινή προσδοκία είναι η προσέλκυση της «αφρόκρεμας» και πιο υψηλά αμειβόμενης ομάδας αυτής της κατηγορίας εργαζομένων -συνήθως από τον τεχνολογικό τομέα- και η αύξηση των εσόδων.
Παρ’ όλα αυτά, το φορολογικό καθεστώς των ψηφιακών νομάδων δείχνει να βρίσκεται σε μια νόμιμη «γκρίζα ζώνη».
Συχνά δε λόγω διαφορών μεταξύ εισοδήματος και κόστους ζωής στους τόπους -προσωρινής συνήθως- διαμονής τους, οι ίδιοι μπορεί ακόμη και να εξοικονομούν χρήματα ενόσω ταξιδεύουν.
Μπορεί ωστόσο να προκαλέσουν παράλληλα μακροχρόνιες στρεβλώσεις στις τοπικές οικονομίες.
Ντόμινο προβλημάτων
Η έλευση των ψηφιακών νομάδων έχει πλέον γίνει σημείο αναφοράς στη στεγαστική κρίση που μαστίζει πολλές πόλεις.
Μια γκαρσονιέρα στο Μεντεγίν για παράδειγμα μπορεί σήμερα πια να νοικιάζεται σε «τιμή γκρίνγκο», που μεταφράζεται σε περίπου 1.300 δολάρια το μήνα, την ώρα που ο μέσος μισθός στην Κολομβία κυμαίνεται κοντά στα 310 δολάρια.
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στην Ευρώπη.
Με την εν γένει «έκρηξη» των βραχυχρόνιων μισθώσεων, η ενοικίαση ενός διαμερίσματος ενός υπνοδωματίου στη Λισαβόνα και στη Βαρσοβία μπορεί να φτάνει το 63% του μέσου μισθού ενός ντόπιου, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Investigate Europe.
Για την ακρίβεια, παρατηρεί, «μόνο στη Βιέννη το ποσοστό αυτό είναι κάτω από 25%».
Για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ψηφιακών νομάδων αλλάζουν εικόνα και χαρακτήρα ακόμη και περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν παραδοσιακές συνοικίες της εργατικής τάξης.
Η δε δραματική αύξηση των τιμών δεν καταγράφεται μόνο στα ενοίκια.
Ακριβαίνουν αντίστοιχα οι παροχές υπηρεσιών, ακόμη και σε καφέ ή εστιατόρια.
Η άλλη «όψη του νομίσματος»
Σε όλο αυτό υπάρχει μια «απίστευτη ειρωνεία», παρατηρεί σε σχετική έρευνα ο κοινωνιολόγος Μαξ Χόλεραν, στην οποία εισάγει τον όρο «γεω-εξισορροπιστική κερδοσκοπία».
«Οι ψηφιακοί νομάδες είναι γνωστοί για την ικανότητά τους να αναζητούν χαμηλότερο κόστος ζωής», εξηγεί, ενώ «εργάζονται με υψηλότερους μισθούς σε ανεπτυγμένες χώρες».
Μερικοί εξ αυτών, επισημαίνει, γίνονται στην πραγματικότητα ψηφιακοί νομάδες λόγω των υψηλών τιμών ακινήτων και του κόστους ζωής στις χώρες καταγωγής τους.
Όμως με την παρουσία τους σε λιγότερο πλούσιες περιοχές λειτουργούν ως παράγοντες ντόμινο αυτού του φαινομένου στους νέους τόπους διαμονής.
Μοιραία, οι αντιδράσεις των ντόπιων εντείνονται.
Στην Πορτογαλία για παράδειγμα οι φωνές αυξάνονται για την επιβολή περιορισμών αντίστοιχων με αυτούς που ανακοινώθηκαν πρόσφατα στις αδειοδοτήσεις για βραχύβιες μισθώσεις και στην έκδοση «χρυσής βίζας».
Όμως ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, επισημαίνει ο Μαξ Χόλεραν.
«Αν η Πορτογαλία πει: “μπουχτήσαμε με τους ψηφιακούς νομάδες», και περιορίσει τις βίζες, τότε η Ισπανία μπορεί να πει: “ελάτε εδώ”. Και αυτό», παρατηρεί, «θα ισχύει ακόμη περισσότερο στις χώρες με χαμηλό ΑΕΠ».