Ο δανεισμός των εργαζομένων είναι δίχως αμφιβολία ένας πάγιος, εδραιωμένος και ιδιαίτερα δημοφιλής στην πράξη θεσμός του εργατικού δικαίου – ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των Ομίλων και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες τα δικαιώματα των εργαζομένων τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ οι σχέσεις που πολλές φορές διαμορφώνονται δεν είναι ιδιαίτερα προστατευτικές για λογαριασμό των συμφερόντων των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αποσαφήνιση των αναγκαίων ζητημάτων γύρω από τη νέα τριγωνική σχέση που διαμορφώνεται.
Αρχικά, αν και η αξίωση του εργοδότη για παροχή εργασίας είναι αμεταβίβαστη, γίνεται πάγια δεκτό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ είναι εφικτό, κατόπιν συμφωνίας ή (σιωπηρής) συναίνεσης του εργαζομένου, οι υπηρεσίες του τελευταίου να κατευθύνονται προς το πρόσωπο ενός άλλου εργοδότη, για ένα ορισμένο ή αόριστο διάστημα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα είδος τριγωνικής σχέσης μεταξύ του εργοδότη, του εργαζομένου και του τρίτου ή νέου εργοδότη στον οποίο εφεξής θα παρέχονται οι υπηρεσίες εκ μέρους του δεύτερου. Βέβαια, η παραπάνω συνήθης πρακτική διακρίνεται ανάμεσα στο γνήσιο και το μη γνήσιο ή κατ’ επάγγελμα δανεισμό, στο πλαίσιο του οποίου η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία ο εργαζόμενος, ενώ έχει προσληφθεί από τον αρχικό του εργοδότη, κάποια στιγμή, κατόπιν συμφωνίας ή συναίνεσης, καλείται να προσφέρει την εργασία του σ’ ένα τρίτο πρόσωπο, ενώ η δεύτερη περίπτωση συνίσταται στο γεγονός ότι η πρόσληψη του εργαζόμενου συντελείται ακριβώς για να προσφέρει εξαρχής την εργασία του σε τρίτα και υποδεικνυόμενα από τον αρχικό εργοδότη πρόσωπα.
Διατηρώντας τις παραπάνω σκέψεις και προκειμένου να προσδοθεί σε αυτές μια πιο σαφή υπόσταση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 124 παρ. 1 του ν. 4052/2012, «Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου […] Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στον εκάστοτε νομοθετικώς καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας. Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και των συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη», ενώ κατά την παρ. 2 «Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με τον άμεσο εργοδότη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο […]», παράλληλα δε κρίσιμες για τη διαμόρφωση της συλλογιστικής πορείας είναι και οι διατάξεις των άρθρων του ΑΚ, που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Αξιοποιώντας το συγκεκριμένο νομικό οπλοστάσιο συνάγεται ότι, είναι νόμιμη η συμφωνία δυνάμει της οποίας ο εργοδότης που έχει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες κάποιου μισθωτού παραχωρεί με τη συναίνεση του τελευταίου τις υπηρεσίες του σε άλλον εργοδότη, ολικά ή κατά ένα μέρος, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, καθότι η σχέση αυτή στηρίζεται στη βούληση και των τριών μερών. Εάν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από το μισθωτό πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να του καταβάλλει τον συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία, κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Βέβαια, σύμβαση δανεισμού για την παροχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου μπορεί να συναφθεί και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ένα τμήμα της εργασιακής δραστηριότητάς του παρέχεται σε άλλη επιχείρηση του αυτού εργοδοτικού ομίλου (ΑΠ 1032/2020). Στην περίπτωση δανεισμού εργαζομένου η αρχική σύμβαση εργασίας παραμένει ενεργός και ο αρχικός εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τις αποδοχές του μισθωτού, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.
Γενικώς, εργοδότης θεωρείται το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί. Με τον δανεισμό των εργαζομένων δεν δημιουργείται νέα, ισοδύναμη και ανεξάρτητη σχέση εργασίας, σε αντικατάσταση της αρχικής, αλλά, αντιθέτως, η εργασία παρέχεται στον δευτερογενή εργοδότη με την ίδια αρχική σύμβαση, ενώ ο δανειζόμενος εργαζόμενος εξακολουθεί να ανήκει στο προσωπικό του αρχικού εργοδότη, παρά την ένταξή του στην εκμετάλλευση του τρίτου.
Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία μεταξύ αρχικού εργοδότη, εργαζόμενου και τρίτου, αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης. Η εργασιακή σχέση εξακολουθεί να υφίσταται με τον αρχικό εργοδότη, στην εξουσία του οποίου ανήκει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης και αυτός βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας, ενώ υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία. Οι δε εργαζόμενοι υπό καθεστώς δανεισμού πρέπει να καταχωρούνται σε πίνακα προσωπικού Ε4 του αρχικού εργοδότη και το αντίγραφό του να έχει αναρτηθεί στον χώρο εργασίας του έμμεσου εργοδότη. Η επιχείρηση ωστόσο στην οποία αυτοί τοποθετούνται για να εργαστούν προσωρινώς δεν έχει υποχρέωση, ως έμμεσος εργοδότης τους, να αναγγείλει την πρόσληψή τους και να τους περιλάβει στον ηλεκτρονικώς υποβαλλόμενο πίνακα προσωπικού, εκτός και εάν από τα πραγματικά περιστατικά συνάγεται νέα διαφορετική εξαρτημένη εργασία.
Τέλος, χρήζει ειδικής αναφοράς το γεγονός ότι, η καταγγελία της σύμβασης καθώς και η καταβολή της νόμιμης κάθε φορά αποζημίωσης αφορά μόνο το πρόσωπο του αρχικού εργοδότη, ενώ κατά τη λήξη της τριγωνικής σχέσης που έχει διαμορφωθεί με τη σύμβαση δανεισμού ο εργαζόμενος επιστρέφει στις παλαιότερες εργασιακές του υποχρεώσεις με τους όρους εργασίας που είχαν εξαρχής συμφωνηθεί με τον αρχικό εργοδότη.
H Σουζάνα Κλημεντίδη είναι Δικηγόρος