Σε μια τηλεοπτική συζήτηση το βράδυ της περασμένης Κυριακής με εκπροσώπους όλων σχεδόν των κομμάτων να σχολιάζουν τα αποτελέσματα που λίγο πριν είχαν ανακοινωθεί, ακούστηκε η Μιλένα Αποστολάκη να λέει απευθυνόμενη σε έναν συνάδελφό της, ότι «όπως πολύ καλά ξέρουμε στην Ελλάδα, σύμφωνα με αυτό που έχει πει ο Γιάννης Τσαρούχης, είσαι ό,τι δηλώσεις». «Μα είστε στα καλά σας, μέσα σε ένα τσουνάμι τηλεοπτικών συζητήσεων, αντεγκλήσεων, διαφωνιών συχνά καβγάδων που μας έχει κατακλύσει τον τελευταίο καιρό, επιλέγετε μια «λεπτομέρεια», ή μάλλον έχετε τη διάθεση για μια αποκατάσταση που ακόμη και αν δεν γινόταν, δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτε όσον αφορά την εξέλιξη των πολύ ζεόντων πολιτικών προβλημάτων;»
Επειδή υπάρχει πάντα μια αφετηρία, ακόμα και πολύ περιορισμένης σημασίας που όσο ευκρινέστερη αναγνωρίζεται τόσο πιο ουσιαστική διαγράφεται η οποιαδήποτε πορεία, χρειάζεται ακόμη και μέσα στη μεγαλύτερη χλαπαταγή να διατηρούμε μια πρόθεση αποκατάστασης ακόμη και ενός ανώδυνου λάθους.
Οσο ζούσε ο Γιάννης Τσαρούχης δεν έπαυε σε συνεντεύξεις και συζητήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, να επαναλαμβάνει πως η πατρότητα της φράσης «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις» δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά στον ηθοποιό Τζαβαλά (Τζανή) Καρούσο, έναν γνήσια προοδευτικό ηθοποιό, του θεάτρου κυρίως, που πέθανε αυτοεξόριστος στο Παρίσι στη διάρκεια της χούντας. Είναι αμφίβολο αν θα υπάρχουν έστω και λίγοι που θα τον θυμούνται σήμερα και όσο άγνωστη μας είναι η θεατρική του δουλειά, άλλο τόσο, αν όχι και περισσότερο, μας είναι η ποιητική του προσφορά (έγραφε και μάλιστα πολύ ωραία, αν και «στρατευμένα» ποιήματα).
Οταν είδε και αποείδε ο Τσαρούχης πως όσο και αν προσπαθούσε να αποκαταστήσει την αλήθεια σε σχέση με την περιλάλητη αυτή φράση δεν γινόταν τίποτα, διάνθισε τη ρητή του ομολογία με κάτι που θα έπρεπε να προβληματίσει όσους επιμένανε να του την αποδίδουν, λέγοντας ότι «όπως ο Απόστολος Παύλος διέδωσε τον λόγο του Χριστού, το ίδιο έκανα κι εγώ με την απόφανση του Καρούσου». Αν και έχουν περάσει το λιγότερο εξήντα πέντε χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε η σχετική «ιστορία» με την πλαστογράφησή της να έχει γίνει καθεστώς, αναρωτιέται κανείς πόσες άραγε μνημειώδεις φράσεις που έχουν διασωθεί μέσα στους αιώνες, να πιστώνονται σε χείλη ανθρώπων που επειδή παρέμειναν άγνωστοι, γινόταν ευκολότερη η απομνημόνευσή τους με το να αποδίδονται σε πρόσωπα διάσημα. Αν δεν ήταν τα ίδια αυτά πρόσωπα (η δημοσιότητα πολύ λίγη σχέση έχει με την ακεραιότητα) που ιδιοποιούνταν εκφέροντάς το ως δικό τους κάτι που είχαν ακούσει στο περιβάλλον τους ή στη συνάντησή τους με έναν άνθρωπο που μιλούσε χωρίς να ενδιαφέρεται να διεκδικήσει την πατρότητα των λεγομένων του.
Προκειμένου να εξαιρεθεί από αυτή τη γενικευμένη ύποπτη συνθήκη, αλλά και για να τιμήσει την αυθεντικότητα της ομιλίας που όσο πιο άγνωστη παραμένει η πηγή της τόσο πιο αξιόπιστη και αδιάβλητη εισπράττεται, ο Γιάννης Τσαρούχης συνήθιζε στις συζητήσεις του να μην παραπέμπει στον Ντοστογέφσκι, στον Ελιοτ ή στον Νίτσε που τους γνώριζε ωστόσο πολύ καλά. Αλλά σε κάτι που είχε πει ένας συστρατιώτης του πατέρα του, μια γερόντισσα στη Μάνη που ο γιος της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και η κόρη της είχε πεθάνει από καρκίνο, ή μια ταξιθέτρια στο θέατρο. Αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό έμπρακτα και πανηγυρικά τη σημασία του ευαγγελικού «το πνεύμα ου δέδεται» και όσο η ύπαρξή του μπορεί να χαρακτηρίζει τον «επώνυμο» πνευματικό δημιουργό άλλο τόσο μπορεί να διακρίνει τον «ανώνυμο» χειρώνακτα.