Ενισχύσεις σε παραγωγούς που για την λίπανση και θρέψη στα χωράφια τους χρησιμοποιούν λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης, με παρεμποδιστές ή βιοδιεγέρτες, προβλέπουν δράσεις των οικολογικών σχημάτων της νέας ΚΑΠ.
Ειδικότερα, τα λιπάσματα βραδείας ή ελεγχόμενης αποδέσμευσης αποτελούν ειδικού τύπου λιπάσματα τα οποία εναρμονίζουν την απελευθέρωση των ανόργανων θρεπτικών από το λίπασμα, με τις ανάγκες του φυτού, βελτιώνοντας έτσι την αποδοτικότητά τους και μειώνοντας το περιβαλλοντικό και κλιματικό αποτύπωμα της γεωργικής εκμετάλλευσης.
Περιέχουν θρεπτικά στοιχεία, κυρίως άζωτο, σε μορφή που καθυστερεί την αρχική τους διαθεσιμότητα στο φυτό, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό, συνεχή παροχή και καλύτερη αξιοποίηση του αζώτου από το φυτό για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Πέραν των θετικών αποτελεσμάτων για την παραγωγή, τα λιπάσματα βραδείας ή ελεγχόμενης αποδέσμευσης έχουν βελτιωμένο περιβαλλοντικό προφίλ σε σχέση με τα αντίστοιχα κοινά λιπάσματα δεδομένου ότι η εφαρμογή τους συμβάλει αφενός στη μείωση της διάχυτης ρύπανσης του εδάφους και των υδάτων λόγω μειωμένης επιφανειακής απορροής των ευκίνητων νιτρικών αλάτων, αφετέρου στη μείωση της ρύπανσης του αέρα λόγω των μειωμένων εκπομπών πτητικής αμμωνίας.
Το μέγιστο ύψος ενίσχυσης ορίζεται ως εξής:
Χρήση λιπασμάτων με παρεμποδιστές
Τα προϊόντα λίπανσης με παρεμποδιστές/αναστολείς είναι προϊόντα λίπανσης τα οποία βελτιώνουν τον τρόπο αποδέσμευσης των θρεπτικών στοιχείων του προϊόντος που παρέχει θρεπτικά στοιχεία προς τα φυτά, επιβραδύνοντας ή διακόπτοντας τη δραστηριότητα συγκεκριμένων μικροοργανισμών ή ενζύμων.
Οι αναστολείς νιτροποίησης, αναστέλλουν τη βιολογική οξείδωση του αμμωνιακού αζώτου (ΝΗ3 – Ν) προς άζωτο σε μορφή νιτρώδους (ΝΟ2-), επιβραδύνοντας έτσι τον σχηματισμό αζώτου σε μορφή νιτρικού (ΝΟ3). Αντίστοιχα, οι αναστολείς απονίτρωσης αναστέλλουν τον σχηματισμό υποξειδίου του αζώτου (Ν2 Ο), καθυστερώντας ή εμποδίζοντας τη μετατροπή των νιτρικών ιόντων (ΝΟ3 ) σε διάζωτο (Ν2 ), αφήνοντας ανεπηρέαστη τη διαδικασία νιτροποίησης. Οι αναστολείς ουρεάσης, αναστέλλουν την υδρολυτική δράση του ενζύμου ουρεάση επί της ουρίας (CΗ4 Ν2 Ο), με κύριο στόχο τη μείωση της πτητικοποίησης της αμμωνίας.
Η καθυστέρηση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν η ουρία εφαρμόζεται στην επιφάνεια του εδάφους χωρίς ενσωμάτωση. Τα προϊόντα λίπανσης με αναστολέα διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα του αζώτου στα φυτά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καθώς περιορίζουν τις απώλειες αζώτου, και επομένως το καθιστούν διαθέσιμο στο φυτό σύμφωνα με τις πραγματικές τους ανάγκες σε θρέψη.
Πέραν των θετικών αποτελεσμάτων για την παραγωγή, τα προϊόντα λίπανσης με παρεμποδιστή/αναστολέα έχουν βελτιωμένο περιβαλλοντικό προφίλ σε σχέση με τα αντίστοιχα κοινά λιπάσματα δεδομένου ότι η εφαρμογή τους συμβάλει αφενός στη μείωση της διάχυτης ρύπανσης εδάφους και υδάτων λόγω μειωμένης επιφανειακής απορροής των ευκίνητων νιτρικών αλάτων και στη μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου λόγω μειωμένων εκπομπών υποξειδίου του αζώτου (Ν2 Ο) (για τα προϊόντα λίπανσης με αναστολέα νιτροποίησης και απονίτρωσης), αφετέρου στη μείωση της ρύπανσης του αέρα λόγω των μειωμένων εκπομπών πτητικής αμμωνίας (για τα προϊόντα λίπανσης με αναστολέα ουρεάσης).
Χρήση προϊόντων ή λιπασμάτων με βιοδιεγέρτες
Οι βιοδιεγέρτες φυτών είναι προϊόντα λίπανσης που διεγείρουν τις διαδικασίες θρέψης του φυτού ανεξάρτητα από την περιεκτικότητα του προϊόντος σε θρεπτικά στοιχεία, με σκοπό τη βελτίωση ενός ή περισσοτέρων χαρακτηριστικών του φυτού ή της ριζόσφαιρας του φυτού όπως η αντοχή στις αβιοτικές καταπονήσεις, η αποδοτικότητα της χρήσης των θρεπτικών στοιχείων, τα χαρακτηριστικά ποιότητας και η διαθεσιμότητα των θρεπτικών στοιχείων που συγκρατούνται στο έδαφος ή στη ριζόσφαιρα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ιδιότητα των βιοδιεγερτών να αυξάνουν την ανθεκτικότητα των φυτών στις αβιοτικές καταπονήσεις, ιδιαιτέρως στις καταπονήσεις λόγω υδατικού και θερμικού στρες καθώς και στις δυσμενείς συνθήκες που δημιουργούνται στη ριζόσφαιρα λόγω πλημμυρικών φαινομένων και υψηλής αλατότητας εδάφους, οι οποίες αναμένεται να λαμβάνουν χώρα όλο και συχνότερα τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Το μέγιστο ύψος ενίσχυσης ορίζεται ως εξής: