Φαινομενικά το θέμα του ποια παράταξη είναι πλειοψηφική αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έκλεισε με τις εκλογές της 21ης Μαΐου.
Η Νέα Δημοκρατία πήρε ένα ποσοστό που της επιτρέπει σε οποιαδήποτε παραλλαγή ενισχυμένης αναλογικής, όπως αυτή που θα έχουμε στις επόμενες εκλογές, να έχει μια καθαρή πλειοψηφία.
Είναι κατά πολύ το συμπαγέστερο πολιτικό κόμμα και είχε διπλάσιες ψήφους από το δεύτερο κόμμα.
Εάν μάλιστα δούμε και τις ψήφους των άλλων δεξιόστροφων πολιτικών σχηματισμών, τότε γίνεται σαφές ότι υπάρχει, σε εκλογικό επίπεδο, ένα πλειοψηφικό «δεξιόστροφο» εκλογικό μπλοκ.
Σίγουρα με βάση τους «κανόνες του παιχνιδιού» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχουμε ένα σαφώς πλειοψηφικό ρεύμα.
Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;
Καταρχάς με δεδομένο ότι εξακολουθούμε να έχουμε μειωμένη συμμετοχή σε σχέση με άλλες εποχές είναι σαφές ότι η έννοια της πλειοψηφίας πρέπει να σχετικοποιηθεί. Όμως, αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό.
Πάμε να δούμε τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές. Η Νέα Δημοκρατία παραδοσιακά είναι το κόμμα αναφοράς των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, της μεγάλης και μεσαίας επιχειρηματικότητας, των ανώτερων εισοδηματικά τμημάτων της μεσαίας τάξης.
Είναι επίσης ένα κόμμα με ισχυρή – όχι όμως πάντα πλειοψηφική – παρουσία στους αγρότες, στους ελεύθερους επαγγελματίες, στη μικρή επιχειρηματικότητα και στα σώματα ασφαλείας. Πλάι σε αυτά έχει μια σχετικά ισχυρή παρουσία στους εργαζομένους στο δημόσιο, μικρότερη στους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα.
Την «πλειοψηφική δυναμική» στις εκλογές τής τη δίνει όχι τόσο η συσπείρωση των κομματιών που παραδοσιακά είναι κοντά της, αλλά κυρίως το εάν και κατά πόσο διευρύνει την επιρροή της σε πιο λαϊκά στρώματα, στο κατώτερο – και μαζικότερο – κομμάτι της μικρής επιχειρηματικότητας και των αυτοαπασχολούμενων και κυρίως στη μισθωτή εργασία.
Μόνο που αυτή την επιπλέον συσπείρωση η ΝΔ δεν την πέτυχε τόσο με τον πυρήνα του προγράμματός της, όσο με δύο άλλες παραμέτρους. Από τη μια, μια πολιτική παροχών που ακολούθησε στην περίοδο από την πανδημία και μετά. Από την άλλη, το στοιχείο του φόβου σε μερίδα των λαϊκών στρωμάτων ότι επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα έφερνε περιττή αναστάτωση.
Έχουμε, δηλαδή δύο στοιχεία, αυτό των σχετικών παροχών και αυτό της διαχείρισης του φόβου, που παραπέμπουν σε μια συσπείρωση που είναι πιο συγκυριακή.
Δηλαδή, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εάν η ΝΔ εφάρμοζε πλήρως την πολιτική της για ιδιωτικοποιήσεις και «απελευθέρωση των αγορών», και έπρεπε να διαχειριστεί την πίεση που θα έρθει από την ΕΕ για λιτότητα, τότε το τωρινό άνοιγμα της κοινωνικής της βάσης θα περιοριζόταν. Ή θα έπρεπε να καταφύγει ακόμη περισσότερο στο στοιχείο του φόβου ή να αγκαλιάσει ακόμη περισσότερο τη ρατσιστική, ξενόφοβη και συνωμοσιολογική ρητορική της ακροδεξιάς που επίσης έχει απήχηση σε λαϊκά στρώματα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι εάν δούμε πιο στρατηγικά τα πράγματα, η ΝΔ δεν μπορεί να έχει μια πραγματικά πλειοψηφική κοινωνική βάση, παρά μόνο εάν κάνει σοβαρές «εκπτώσεις» στο πρόγραμμά της και ανοιχτεί στην ακροδεξιά.
Ακόμη περισσότερο, εάν κοιτάξουμε την ελληνική κοινωνία θα δούμε ότι το πιο «πλειοψηφικό» και συνάμα «συνεκτικό» κοινωνικό μπλοκ στην ελληνική κοινωνία είναι αυτό που περιλαμβάνει τα στρώματα της μισθωτής εργασίας – που αυξάνονται –, τους αυταπασχολούμενους, που κατά βάση είναι ολοένα και περισσότερο μια κατηγορία ανθρώπων που εργάζονται σκληρά, και ένα κομμάτι επιχειρηματικότητας που κυρίως επενδύει στο να παράγει και να δημιουργεί παρά στο να «πλουτίζει».
Προσθέστε εδώ και τους ανθρώπους της γνώσης και του πολιτισμού και αρχίζετε να βλέπετε μια κοινωνική συμμαχία διαφορετική από τις εκλογικές συμμαχίες που βλέπουμε μέχρι τώρα.
Προφανώς είναι μια κοινωνική συμμαχία πολύ πλατιά και αναγκαστικά αντιφατική, καθώς σε αυτή μπορεί κανείς να βρει διάφορα ιδεολογικά ρεύματα και αντανακλαστικά και αυτό εξηγεί και τους διαφορετικούς δρόμους που εκφράζεται εκλογικά.
Όμως, έχει ορισμένα κοινά στοιχεία. Είναι κοινωνικά στρώματα που εκ των πραγμάτων επιζητούν δικαιοσύνη, ισονομία και ισότητα ευκαιριών γιατί δεν είναι εκ προοιμίου «προνομιούχα».
Που επιδιώκουν την πρόοδο ακριβώς γιατί θέλουν να βελτιώσουν και τη συνολική και την ατομική τους κατάσταση.
Που εκφράζονται καλύτερα από πολιτικές δημοκρατικές που περιορίζουν την ισχύ των ελίτ και διασφαλίζουν το κράτος δικαίου.
Που έχουν ανάγκη και πιστεύουν στην κοινωνική προστασία, στο κοινωνικό κράτος και την εξασφαλισμένη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά όπως η παιδεία και η υγεία.
Αυτή η συμμαχία τις περισσότερες φορές δεν εκφράζεται, ή εκφράζεται στο πλαίσιο «στιγμών» (θυμηθείτε την κοινωνική σύνθεση του «ΟΧΙ» στο Δημοψήφισμα). Αρκετές φορές διαιρείται εξαιτίας ιδεολογικών διαφορών. Τα πιο πληβειακά στρώματα «πολώνονται» συχνά σε απόψεις που εκφράζει η ακροδεξιά. Τα πιο «μεσοαστικά» συχνά νιώθουν ότι ταυτίζονται με τις οικονομικές ελίτ.
Αυτό έχει να κάνει και με το πώς τους απευθύνονται και τα πολιτικά κόμματα. Μεταπολεμικά στην Ευρώπη τα μεγάλα κόμματα προσπάθησαν να πατήσουν πάνω σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Στην Ελλάδα το είδαμε πολύ έντονα στην κοινωνική συμμαχία του ΠΑΣΟΚ την εποχής που ήταν ηγεμονικό κόμμα. Αργότερα, τα κόμματα τη διεκδίκησαν αλλά δεν την εξέφρασαν και ειδικά στα Μνημόνια συγκρούστηκαν μαζί της.
Γνωρίζω ότι τα στελέχη της ΝΔ θα πουν ότι αυτό προσπαθούν να κάνουν τώρα και όντως μέρος της ρητορικής σε αυτό κατατείνει. Όμως, ας μην γελιόμαστε: δύσκολα μπορεί η επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική να εκπροσωπήσει αρκετούς από τους ανθρώπους για τους οποίους συζητάμε.
Στην πραγματικότητα το ζητούμενο παραμένει να υπάρξει ένα πολιτικό πρόγραμμα που να κάνει αυτή την κοινωνική συμμαχία μια προοδευτική πλειοψηφία, μια πλατιά λαϊκή και δυναμική κοινωνική συμπόρευση που να δίνει άλλη πνοή συνολικά στην κοινωνία.
Και αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει απλώς με την ανασυγκρότηση μιας «κεντροαριστεράς» που ως πολιτική θα είχε απλώς μια αριστερόστροφη εκδοχή του «χυλού» που ιδίως στην Ευρώπη παρουσιάζεται ως «συστημικά αποδεκτή πολιτική».
Θα πρέπει να είναι μια πολιτική ανατροπών και βαθιών κοινωνικών αλλαγών, που να εξασφαλίζουν ότι τα στρώματα που παράγουν δεν αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμο υλικό, που να ικανοποιούν το αίσθημα δικαιοσύνης και συνάμα να απελευθερώνουν δημιουργικές δυνάμεις. Και θα πρέπει να είναι μια πολιτική που να μην «προταθεί» σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, αλλά να «συνδιαμορφωθεί» μαζί τους και στη βάση των εμπειριών και των αναγκών τους.
Αυτό ορίζει μια ιστορική πρόκληση που υπερβαίνει κατά πολύ τις εκλογικές προοπτικές και ξεπερνάει το εάν και κατά πόσο θα μπορέσει να υπάρξει ισχυρότερη και συμπαγέστερη παρουσία της αριστεράς στις κάλπες.
Είναι η πρόκληση οι ζωντανές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου να είναι πραγματικά στο κέντρο. Άλλωστε, οποτεδήποτε τα πράγματα φάνηκε να πηγαίνουν προς το καλύτερο ήταν ακριβώς όταν αυτά τα στρώματα έβγαιναν στο προσκήνιο, διαμόρφωναν συσχετισμούς και επέβαλαν αλλαγές.
Μέχρι τότε η χώρα θα παραμένει σε αναζήτηση της πραγματικής πλειοψηφίας της.