Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Η Τουρκία βαδίζει στην τελική ευθεία για τις κάλπες και στην Αθήνα το ερώτημα είναι ποιος από τους δύο συμφέρει περισσότερο την Ελλάδα. Με τον Ερντογάν να δαιμονοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις και τον Κιλιτσντάρογλου να εμφανίζεται ως μία εν δυνάμει διέξοδος για κάποιους, ενώ για κάποιους άλλους μία φιλοδυτική κυβέρνηση Κιλιτσντάρογλου θα μπορούσε να απειλήσει τη διπλωματική στήριξη σε επίπεδο δηλώσεων που λάμβανε η Ελλάδα απέναντι σε έναν απειλητικό και εκτός ορίων Ερντογάν.
Επισήμως η Αθήνα είναι σαφής, παραμένει παρατηρητής και δεν παίρνει θέση. Τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Νίκος Δένδιας έχουν καταστήσει σαφές ότι η Ελλάδα δεν ψηφίζει στις τουρκικές εκλογές. Και είναι έτοιμη να συνομιλήσει με όποια κυβέρνηση προκύψει εφόσον τηρηθούν οι χαμηλοί τόνοι και δεν επανέλθουμε σε καθεστώς απειλών.
Για τους διπλωμάτες, δε, είναι ξεκάθαρο πως οι πάγιες θέσεις και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας όσον αφορά την Ελλάδα είναι σταθερές και δεν εξαρτώνται από την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Ενώ οι διεκδικήσεις εξελίσσονται, δεν υποχωρούν.
Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου
Υποψήφιος της συμμαχίας της αντιπολίτευσης. Επικεφαλής του κεμαλικού CHP. Στο πλευρό του, δύο εν δυνάμει αντιπρόεδροι. Εξ «αριστερών» του ο δήμαρχος Εκρέμ Ιμάμογλου, διωκόμενος από τον Ερντογάν, με ανοίγματα στην Αθήνα και προοδευτικό προφίλ. Εκ «δεξιών» του ο δήμαρχος Αγκυρας Μανσούρ Γιαβάς, μεταγραφή από το κόμμα του ακροδεξιού εθνικιστή Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Στα κόμματα που στηρίζουν τον Κιλιτσντάρογλου και η πρόεδρος του ακροδεξιού Καλού Κόμματος, η επονομαζόμενη και «λύκαινα» Μεράλ Ακσενέρ. Ο ίδιος έχει κουρδικές ρίζες και είναι αλεβίτης.
Ο Κιλιτσντάρογλου δήλωνε όσον αφορά τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό και το Αιγαίο: «Δεν θα κάνουμε καμία παραχώρηση από τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας σε αυτά τα θέματα». Και ήταν συνεπής στη στάση του. Κανείς δεν ξεχνά άλλωστε πως αυτός έβαλε πρώτος στην τουρκική Βουλή το θέμα της υποτιθέμενης «κατοχής» 18 νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, το 2019. Χειροκροτητής του η Ακσενέρ. Ο Κιλιτσντάρογλου μιλούσε για την καταγωγή του CHP από τις «εθνικές δυνάμεις», υπενθυμίζοντας στους Ελληνες τον Ετζεβίτ και τον Ερμπακάν, απαντώντας στις απειλές Ερντογάν προς την Ελλάδα ότι «μπορεί να έρθουμε ένα βράδυ» πως αν έχει θάρρος, αν έχει τη δύναμη, δεν πρέπει να απειλεί αλλά να το κάνει πράξη.
Το κλίμα της διπλωματίας των σεισμών έδειξε να παρασύρει και τον Κιλιτσντάρογλου. Χωρίς να υποχωρεί στις πάγιες θέσεις του, δήλωσε («Ναυτεμπορική») πως ο ίδιος επιθυμεί σε σχέση με την Ελλάδα και την ΕΕ «να αναβιώσουμε τις ενταξιακές συνομιλίες, αλλά και να βελτιώσουμε τα νομικά και ρυθμιστικά πρότυπα καθώς και να εισαγάγουμε σταθερότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση στις σχέσεις μας». Ενώ δεν παραδέχτηκε πως «ο σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου έδειξε για άλλη μία φορά πόσο αλληλένδετες είναι οι μοίρες μας ως Ελλάδας και Τουρκίας».
Ο Κιλιτσντάρογλου στις προεκλογικές του δηλώσεις και ομιλίες επιμένει σταθερά πως θα σχηματίσει «φιλοδυτική κυβέρνηση», η οποία θα επιδιώξει άμεση επιστροφή στις στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά και θα επιδιώξει ανοίγματα στην ΕΕ, όντας πιστός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ. Εν ολίγοις υπόσχεται να αποκαταστήσει την Τουρκία στο άρμα της Δύσης, χωρίς αμφισβητήσεις και αστερίσκους, όπως κάνει ο Ερντογάν. Με αρκετούς να θέτουν το ερώτημα αν τελικά μία τόσο εύθραυστη συμμαχία θα μπορέσει να κυβερνήσει και να έχει διάρκεια. Δεδομένου μάλιστα πως ο Ερντογάν ελέγχει το κράτος.
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Μπαίνει στον πειρασμό, αλλά μετά τους σεισμούς συγκρατείται και δεν απειλεί ότι θα «έρθει ένα βράδυ». Αφήνει αιχμές προς την Ελλάδα, όταν περηφανεύεται για τα όπλα made in Turkiye, αλλά δεν λέει τη λέξη. Και έχει – προς το παρόν – ξεχάσει το «Μητσοτάκης γιοκ». Ευχήθηκε ακόμα και για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, την 25η Μαρτίου. Κατηγορείται από τον εθνικιστικό Τύπο («Aydinlik») πως έχει πάψει τις υπερπτήσεις και παραβιάσεις και τουρκικά μαχητικά δεν πετούν πια στο Αιγαίο. Και για πολλούς είναι ο «διάβολος που γνωρίζουμε». Αρα μπορούμε πιο εύκολα να αντιμετωπίσουμε.
Ο Ερντογάν έχει ρίξει τους τόνους, ωστόσο έχει καταστήσει σαφές πως δεν έχει ξεχάσει τις γκρίζες ζώνες, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, τη «Γαλάζια Πατρίδα», το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το casus belli, τη Θράκη… Δεν έχει αλλάξει θέσεις. Εχει αλλάξει συμπεριφορά και διαχείριση. Γιατί το επέβαλαν οι εξελίξεις. Το κλίμα που δημιούργησε η αλληλεγγύη των σεισμών.
Την ίδια στιγμή συνεχίζει το έντονο φλερτ με τη Ρωσία, επιμένει να εξαπολύει πυρά στη Δύση και τις ΗΠΑ, να καταπιέζει το νεοοθωμανικό του όραμα, αλλά να μην το εγκαταλείπει.
Η ρητορική και οι επιλογές Ερντογάν, η κρίση του 2020, τόσο στον Εβρο όσο και με το «Oruc Reis», καθώς και η επαναφορά της προστασίας των συνόρων που ήρθε εμφατικά στο προσκήνιο με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδειξαν να βγάζουν την Ελλάδα από το κάδρο τού «γραφικού παραπονούμενου» και τη δικαίωσαν στη ρητορική των «συμμάχων». Συνέβαλε ο εκβιασμός Ερντογάν στο θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, καθώς και το γεγονός πως η Τουρκία θεωρήθηκε ως το «κλειδί» που χρησιμοποιεί η Ρωσία για να ανοίξει ρήγματα στο ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν υπήρξε παιδί της προηγούμενης οικονομικής κρίσης στην Τουρκία και απειλείται να εξαφανιστεί από μία νέα. Τα σενάρια για το πώς θα διεξαχθούν οι εκλογές στην Τουρκία και ποιος θα είναι ο νικητής είναι πολλά. Αρκετοί βλέπουν τον Κιλιτσντάρογλου ως νικητή και δεν αποκλείουν ο Ερντογάν να επιδιώξει μία κρίση είτε στο ενδιάμεσο των δύο εκλογικών αναμετρήσεων είτε στη συνέχεια, προκειμένου να προκαλέσει αστάθεια και να ρίξει την κυβέρνηση. Ωστόσο τίποτα από τα δύο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύκολο.
Την ίδια στιγμή κανείς δεν μπορεί να απαντήσει μετά βεβαιότητος αν μία αλλαγή στην κυβέρνηση της Τουρκίας ή η παραμονή του Ερντογάν θα εξυπηρετήσει την ηρεμία στα ελληνοτουρκικά. Το ζήτημα άλλωστε δεν απασχολεί μόνο την Αθήνα, αλλά και τη διεθνή κοινότητα.
Το «Economist» έχει κηρύξει ανένδοτο κατά του Ερντογάν, χαρακτηρίζοντας τις εκλογές του 2023 ως τις πιο σημαντικές για την Τουρκία και το μέλλον της δημοκρατίας, καλώντας τους πολίτες να ψηφίσουν, σημειώνοντας ότι «ο Ερντογάν πρέπει να φύγει».
Οσον αφορά πάντως την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και τις εντάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές με Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και με ΗΠΑ, το «Economist» σε προηγούμενο άρθρο του σημείωνε ότι «οι εντάσεις σίγουρα θα υποχωρούσαν υπό μια κυβέρνηση της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, αναλυτές, διπλωμάτες και στελέχη της αντιπολίτευσης απορρίπτουν την ιδέα ότι η ανατροπή Ερντογάν θα σήμαινε αναδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής», για να προσθέσει πως για τη Δύση μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κιλιτσντάρογλου θα ήταν πολύ πιο εύκολος εταίρος στον χειρισμό, «αλλά οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον θα πρέπει να περιορίσουν τον ενθουσιασμό τους».