Η λογοκρισία είναι συνηθισμένο φαινόμενο προκειμένου να επιτραπεί η κυκλοφορία υλικού που απευθύνεται σε νεαρής ηλικίας αναγνωστικό κοινό. Η οργή για τη διόρθωση της μυθοπλασίας του Ρόαλντ Νταλ που συνέβη πριν από λίγους μήνες έδειξε ότι πρόκειται για ένα θλιβερό σύγχρονο φαινόμενο.
Αλλά το πρότυπο είχε δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα: Ο «Φύλακας της σίκαλης», το μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, το οποίο συχνά πιστώνεται ότι εγκαινίασε το αμφισβητούμενο είδος της νεανικής λογοτεχνίας (βιβλία που απολαμβάνουν οι νέοι και ανησυχούν οι γονείς), είχε δεχτεί συχνά από τους αναγνώστες αιτήματα για λογοκρισία. Κυρίως η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Σάλιντζερ προκαλούσε διαρκώς παράπονα. Μάλιστα κάποιος αναγνώστης του «Φύλακα της σίκαλης» – γαλουχημένος από την Εθνική Οργάνωση για την Αξιοπρεπή Λογοτεχνία – εντρύφησε στο κείμενο για να αλιεύσει τις γλωσσικές απρέπειες που υπήρχαν σε αυτό. Δηλαδή «237 goddams (αναθεματισμοί), 58 bastards (μπάσταρδοι), 31 Chrissakes (βλασφημίες) και 1 fart (κλανιά)».
Για να ελαχιστοποιήσουν τυχόν ανησυχίες στις σχολικές αίθουσες κυκλοφόρησαν ελαφρώς διορθωμένες εκδόσεις του μυθιστορήματος. Και αυτές οι λογοκριμένες εκδόσεις είχαν μεγαλύτερη κυκλοφορία από τα προηγούμενα μη λογοκριμένα αντίτυπα.
Η σύγχρονη λογοκρισία είναι επίσης προσηλωμένη στο σχολικό αναγνωστικό κοινό και στη μυθοπλασία για νεαρούς ενήλικες. Αλλά τώρα οι εξοργισμένοι αναγνώστες δεν μπαίνουν στον κόπο να μετρήσουν τις βλασφημίες (μερικές φορές δεν διαβάζουν καν τα κείμενα που θεωρούν τόσο προσβλητικά). Τα προηγούμενα καθεστώτα λογοκρισίας επιχειρούσαν έναν συμβιβασμό μεταξύ του βιβλίου και των πιο ευαίσθητων αναγνωστών του. Αυτά έχουν πλέον ανατραπεί. Η σημερινή λογοκρισία χονδρικά αφορά την απόσυρση των τόμων που θεωρούνται προβληματικοί.
Αμερικανική Ενωση Βιβλιοθηκών
Το μυθιστόρημα «Melissa» του Αλεξ Τζίνο για ένα τρανς κορίτσι, τη Μελίσα, που είχε εκδοθεί προηγουμένως ως George, ήταν στην κορυφή του καταλόγου της Αμερικανικής Ενωσης Βιβλιοθηκών με τα πιο απαγορευμένα βιβλία για αρκετά χρόνια. Αλλά και πάλι η πράξη της καταστολής του βιβλίου τράβηξε περισσότερο την προσοχή σε αυτό. Οταν η Αμερικανική Οικογενειακή Ενωση ενθάρρυνε μια εκστρατεία επιστολογραφίας προς τους εκδότες για την απόσυρση του βιβλίου, ο Τζίνο οργάνωσε έρανο για την παροχή αντιτύπων του βιβλίου του σε σχολικές περιφέρειες της Πολιτείας του Κάνσας. Πέτυχε τον στόχο της συγκέντρωσης χρημάτων μέσα σε μια ώρα.
Η δωρεάν διάθεση ψηφιακών εκδόσεων απαγορευμένων βιβλίων, που υποστηρίζεται από μεγάλες βιβλιοθήκες, συμπεριλαμβανομένης της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, έχει επίσης αποτρέψει τις προσπάθειες περιορισμού της κυκλοφορίας τους. «Ακόμη μια φορά φαίνεται ότι το διεστραμμένο αποτέλεσμα της λογοκρισίας είναι η αύξηση της ευαισθητοποίησης και της πρόσβασης σε βιβλία που αποτελούν πρόκληση για το ευρύτερο κοινό».
Η προειδοποίηση του Ρόαλντ Νταλ
«Αν αλλάξουν έστω και ένα κόμμα δεν θα ξαναδούν ποτέ άλλη λέξη από μένα»
Το 1982 ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Ρόαλντ Νταλ είχε καλέσει σπίτι του στο Μπάκινμσιρ τον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον. Στη διάρκεια της φιλικής τους συζήτησης ο Νταλ εξηγεί στον Μπέικον πως είχε προειδοποιήσει τους εκδότες του ότι αν αργότερα αλλάξουν έστω και ένα κόμμα σε κάποιο από τα βιβλία του, «δεν θα ξαναδούν ποτέ άλλη λέξη από μένα. Ποτέ! Ποτέ!».
Με το χαρακτηριστικό υποβλητικό του ύφος πρόσθεσε: «Οταν φύγω, αν συμβεί αυτό, τότε θα ευχηθώ ο πανίσχυρος Θορ να τους χτυπήσει πολύ δυνατά στο κεφάλι με το σφυρί του, το Μγιόλνιρ. Ή θα του στείλω τον “τεράστιο κροκόδειλό” μου για να τους καταβροχθίσει». Ο «Guardian» σε σχετικό πρόσφατο δημοσίευμά του εξηγεί ότι ο Νταλ μιλώντας με τον Μπέικον αναφερόταν στις νορβηγικές του ρίζες και σε μία πρώιμη ιστορία του για τον «πιο άπληστο κροκόδειλο». Ο Μπέικον προφανώς ένιωθε εξίσου έντονα για το ίδιο θέμα λέγοντάς του: «Δεν πρέπει να υπάρχουν αλλαγές στο αρχικό έργο ενός καλλιτέχνη όταν αυτός έχει πεθάνει για οποιονδήποτε λόγο». Ο Νταλ απάντησε: «Ελπίζω μόνο στον Θεό ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ σε κανένα από τα γραπτά μου, όταν θα αναπαύομαι στον προγονικό μου τάφο των Βίκινγκς».
Ρ. Νταλ και Σάλιντζερ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»