Η άνοιξη είναι εδώ -στο βόρειο ημισφαίριο- το καλοκαίρι έρχεται και τα σχέδια για ταξίδια μπαίνουν δυναμικά πια στο «παιχνίδι».
Όσοι όμως αναζητούν θέσεις σε πτήσεις αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι το ίδιο πρόβλημα. Οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων «πετάνε».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, και δη για δημοφιλείς προορισμούς, οι αυξήσεις είναι οι υψηλότερες εδώ και χρόνια.
To φαινόμενο καταγράφεται σταθερά από τις αρχές του έτους. Σύμφωνα με ειδικούς, δεν θα είναι παροδικό.
Οι λόγοι είναι άλλοι γνωστοί και άλλοι νέοι.
Όπως συμβαίνει λοιπόν σε κάθε κλάδο στην αγορά, έτσι και στα αεροπορικά ταξίδια ισχύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Την τελευταία μοιραία επηρεάζει η εποχικότητα. Σταθερά αυξάνεται από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με τη βελτίωση του καιρού.
Με την πανδημία της COVID-19 να δείχνει σημάδια υποχώρησης, εκτός βέβαια απροόπτου- τα ταξίδια πυκνώνουν, κυρίως για αναψυχή.
Ακόμη και σε καιρούς πληθωριστικών πιέσεων και κρίσης κόστους ζωής, η αύξηση των κρατήσεων δείχνει ότι πρόκειται για σταθερά.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές των εισιτηρίων, εν τω μεταξύ, έχουν επίσης αυξηθεί.
Έπειτα από ένα κύμα περικοπών σε έξοδα και προσωπικό κατά της διάρκεια της πανδημίας, οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες δεν έχουν ανακάμψει στα επίπεδα προ COVID-19.
Παλιά αεροσκάφη αποσύρθηκαν και δεν έχουν ακόμη αντικατασταθεί με νέα. Υπάρχει επίσης έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Για πολλές πτήσεις, εν τω μεταξύ, η αποφυγή ζωνών συγκρούσεων -με τον πόλεμο στην Ουκρανία να επηρεάζει την ασφάλεια στους ευρωπαϊκούς αιθέρες- σημαίνει παρακάμψεις. Ήτοι επιπλέον χρήση καυσίμων.
Σε κάθε περίπτωση, οι τιμές τους έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Πρόκειται για έναν από τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση των εισιτηρίων.
Αν και οι αεροπορικές εταιρείες βασίζονται σε συμφωνίες προμηθειών, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να ξεφεύγουν από τις διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου.
Στη δε «εξίσωση» μπαίνει πλέον η αειφορία των πτήσεων, με τη χρήση βιώσιμων, πλην όμως ακριβότερων αεροπορικών καυσίμων.
Το τίμημα της απανθρακοποίησης
Η αεροπορική βιομηχανία δεν έχει μείνει εκτός υπολογισμών για την επίτευξη μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050. Δικαίως.
Σήμερα ευθύνεται για το 2,5% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ως εκ τούτου οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων αναμένεται να συνεχίσουν την ανοδική πορεία τους, καθώς ο κλάδος των αερομεταφορών θα προσπαθεί να γίνει «πράσινος». Με κόστος.
Για τις ευρωπαϊκές αερομεταφορές, για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα 820 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε μια περίοδο 32 ετών, σύμφωνα με νέα έκθεση των ολλανδικών ινστιτούτων SEO Amsterdam Economics και Royal Netherlands Aerospace Centre.
Αυτό, επισημαίνεται, περιλαμβάνει νέες τεχνολογίες αεροσκαφών, διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας, βιώσιμα αεροπορικά καύσιμα και πιο «καθαρές» εκπομπές.
Ειδικά ως προς τον τελευταίο στόχο, τα περιθώρια στενεύουν. Και τα χρονικά, και αυτά του κέρδους στις αερομεταφορές.
Οι πρόσφατες αλλαγές στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων της ΕΕ (EU ETS) για τον κλάδο προβλέπει ότι «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Κοντολογίς, οι αεροπορικές εταιρείες θα πρέπει να καλύπτουν με δικαιώματα το αποτύπωμα άνθρακα και κάθε τόνο CO2 που εκπέμπεται σε πτήσεις εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου («27» συν Ισλανδία, Νορβηγία, Λίχτενσταϊν) και για τις εξερχόμενες με προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία.
Μέχρι και φέτος, η ΕΕ παρέχει περίπου τα μισά δικαιώματα δωρεάν. Όμως το ποσοστό αυτό θα μειωθεί κατά 25% το 2024 και κατά 50% το επόμενο έτος, προτού καταργηθούν πλήρως έως το 2026.
Αυτό ουσιαστικά θα διπλασιάσει θεωρητικά το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων για τις αεροπορικές εταιρείες μέσα σε μόλις τρία χρόνια.
Για την περιστολή του δεν αρκεί η πολιτική αντισταθμίσεων, που μειώνει το αποτύπωμα άνθρακα μέσα από «πράσινες» πρωτοβουλίες και συνέργειες.
Ως εκ τούτου, η στροφή -όχι μόνο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, αλλά και διεθνώς- σε βιώσιμα καύσιμα και οι επενδύσεις σε νέας τεχνολογίας αεροσκάφη και υποδομές προβάλλει ως μονόδρομος.
Νέες προκλήσεις
Καθώς τα ηλεκτροκίνητα αεροσκάφη ή αυτά που θα κινούνται με καύσιμα υδρογόνου ακόμη αργούν, η πιο άμεση λύση είναι αυτή της χρήσης βιώσιμων αεροπορικών καυσίμων (SAF).
Είναι πιο καθαρά, αλλά σαφώς πιο ακριβά από τα ρυπογόνα ορυκτά. Η δε παραγωγή τους παραμένει ακόμη περιορισμένη. Αποτελεί ωστόσο μια ανερχόμενη βιομηχανία.
Κατά τη Sustainable Aviation -μια βρετανική συμμαχία «μεγάλων αεροπορικών εταιρειών, αεροδρομίων, κατασκευαστών, παρόχων υπηρεσιών αεροναυτιλίας και επιχειρηματικών εταίρων»- το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε σε αυτή τη μετάβαση να πάρει τα πρωτεία.
Σε επικαιροποιημένο οδικό χάρτη που μόλις δημοσίευσε αναφέρει ότι τα SAF μπορούν να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις πτήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο έως το 2050, μειώνοντας τις εκπομπές άνθρακα κατά 70%, σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα.
Ζητά ωστόσο κρατικές επιδοτήσεις.
«Χωρίς επείγουσα κυβερνητική δράση», τονίζεται στο κείμενο, «το Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει να χάσει μια βιομηχανία, που εκτιμάται ότι θα στηρίξει 60.000 θέσεις εργασίας και θα έχει ακαθάριστη προστιθέμενη αξία περίπου 10 δισεκατομμυρίων λιρών μέχρι το 2050».
Όπως ωστόσο προειδοποιεί η Βασιλική Εταιρεία Επιστημών, η επίτευξη του στόχου θα έχει τεράστιο παράπλευρο κόστος.
Ακόμη και η κάλυψη της υπάρχουσας αεροπορικής ζήτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο με βιοκαύσιμα, εκτιμά, θα απαιτούσε να δεσμευτεί περίπου το ήμισυ της γεωργικής γης της χώρας.
Μετακυλίοντας το κόστος
Ήδη «στελέχη του κλάδου των αερομεταφορών στη Βρετανία επεξεργάζονται αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων μεταξύ 10-20%», γράφουν οι Financial Times, «για να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της απεξάρτησης από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα».
Φυσικά δεν είναι τα μόνα.
Η δε ορατή προοπτική μείωσης της ζήτησης για αεροπορικά εισιτήρια, λόγω εκτίναξης των τιμών, φαίνεται να προσμετράται μεσοπρόθεσμα θετικά από τον κλάδο, καθώς εκτιμάται ότι θα βοηθήσει κατά το μεταβατικό στάδιο στη μείωση των εκπομπών.
«Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να θέλουν να πετούν με αεροσκάφη», τονίζει στην έκθεσή της η Sustainable Aviation, προβλέποντας «συνολική αύξηση του αριθμού των επιβατών κατά σχεδόν 250 εκατομμύρια έως το 2050».
Μέχρι όμως να καταφέρουν οι αεροπορικές εταιρείες να γίνουν «πράσινες», θα πρέπει «να αποχαιρετήσουμε τις χαμηλές τιμές που έκαναν τα ταξίδια ανά τον κόσμο μια προσιτή διαδικασία για εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί η αρθρογράφος του Bloomberg Opinion, Λάρα Γουίλιαμς.
Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική επιστροφής στις προ πανδημίας φθηνές πτήσεις φαντάζει πλέον όλο και πιο μακρινή.
Το είχε άλλωστε σκιαγραφήσει από το περασμένο καλοκαίρι ο διευθύνων σύμβουλος της Ryanair, Μάικλ Ο’ Λίρι.
Μιλώντας τους FT, ο πρωτοπόρος των αεροπορικών ταξιδιών χαμηλού κόστους στην Ευρώπη είχε προειδοποιήσει από τον περσινό Ιούλιο ότι οι ναύλοι θα αυξηθούν για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Το κόστος της βιομηχανίας αυξάνεται ραγδαία, είχε επισημάνει, και οι πτήσεις είχαν γίνει «πολύ φθηνές» για να αποφέρουν κέρδη.