Θα έπρεπε να υπάρχει ένα όριο σε σχέση με ό,τι λέγεται, ακόμη και αν πρόκειται για προεκλογική περίοδο. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για κάτι που ακούγεται ως ευεργετικό να εισπράττεται ως προσβλητικό από εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Υποσχέθηκε ο πρόεδρος της αντιπολίτευσης στο συγκεντρωμένο, πριν από λίγες μέρες, σε μια ομιλία του, πλήθος πως το φετινό είναι το τελευταίο φτωχό πασχαλινό τους τραπέζι. Η προοδευτική κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές θα αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τα πράγματα ώστε το επόμενο Πάσχα το τραπέζι του πλήθους θα είναι πάμπλουτο. Θα ήταν φύσει και θέσει ένας κακός άνθρωπος όποιος δεν θα χαιρόταν με μια αντίστοιχη προοπτική.
Τούτο όμως δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε πως όσο και αν ικανοποιείται κανείς με το ενδεχόμενο να έχει αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή του, ταυτόχρονα δεν παύει να θυμώνει ή και να οργίζεται όταν τον υποβιβάζουν θεωρώντας πως, αν του ταιριάζει μια θέση, είναι να στοιχίζεται σε μιαν ουρά με το χέρι απλωμένο για να τον ευεργετήσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που το «από θέσεως ισχύος», όπως το εκφράζει ο κάθε πολιτικός, δεν τους είναι μόνον ενοχλητικό αλλά και αντιαισθητικό. Δεν θα υπάρξουν ποτέ ως ακροατήριο ή ως συμμετέχοντες σε μια πεζοδρομιακή μάζωξη, αναγνωρίζοντας δηλαδή εκ προοιμίου στον εαυτό τους μιαν υποδεέστερη θέση όπως ακριβώς την εγκαθιστά η έλλειψη της ευχέρειας ενός διαλόγου. Ή ακόμη χειρότερο η αυτοαναγνώρισή τους ως ένα είδος επαιτών.
Κανείς απολύτως από τους πολιτικούς δεν φαίνεται να υπολογίζει στην ύπαρξη ενός κόσμου που δεν θα έρθουν ποτέ σε επαφή μαζί του, γιατί ο κόσμος αυτός απεχθάνεται τις οποιεσδήποτε συγκεντρώσεις, ενός κόσμου σιωπηλού και άγρυπνου, αλλά κυρίως επιφυλακτικού σε οποιαδήποτε παροχή του υπόσχονται. Ακριβώς γιατί η παροχή ή οι παροχές υπογραμμίζονται από τους πολιτικούς ως μια μορφή ευεργεσίας, η ευεργεσία όμως συνιστά μιαν αξία μόνον όταν παραμένει μια εχέμυθη υπόθεση.
Η ταύτισή της στη συγκεκριμένη περίπτωση με μια ακατάσχετη παροχολογία που δημοσιοποιείται με όλους τους πιθανούς ή απίθανους τρόπους την καθιστά ύποπτη και ανυπόληπτη. Ή μάλλον εξόφθαλμα καιροσκοπική. Δεν έχει το δικαίωμα κανείς – ακόμα και ένας πολιτικός – στο όνομα μιας ευεργεσίας, ή έστω μιας παροχής που αν και φαίνεται να αφορά ένα «ανώνυμο» πλήθος, ώστε τα επιμέρους άτομα που το συγκροτούν να μην αισθάνονται εκτεθειμένα, να ενεργεί σάμπως και το «ανώνυμο» πλήθος να μπορεί με το αζημίωτο να κατηγορηθεί ως αναξιοπρεπές.
Κάθε πολιτική τινάζεται στον αέρα όταν ο πολιτικός που την επαγγέλλεται ή την υλοποιεί, θεωρεί πως είναι μόνον τα αιτήματα ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου πλήθους που οφείλει να τον ενδιαφέρουν και δεν οργανώνεται ώστε η σύμφυτη με τον κάθε άνθρωπο έννοια της αξιοπρέπειας να μπορεί να θίγεται ή να ικανοποιείται στον ίδιο ακριβώς βαθμό και με τις ίδιες ακριβώς ψυχολογικές συνέπειες είτε αφορά ένα «απρόσωπο» πλήθος είτε μια «επώνυμη» οντότητα.
Πρόκειται για μια κατάφωτη αδικία να πιστεύεις πως επειδή όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια ακριβώς πράγματα για να υπάρξουν είναι και όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Θα ήταν ίσως η πλέον πολύτομη ιστορία, στοιχειωμένη μάλιστα με ποταμούς αιμάτων, σε περίπτωση που αποφάσιζε να συγκεντρώσει κανείς τις καταστροφές που έχει στοιχίσει στην ανθρωπότητα η βεβαιότητα πως η έννοια του πλήθους μπορεί να εννοηθεί σε διαχωρισμό από την έννοια της αξιοπρέπειας. Κάτι που το χρεώνεται αναμφισβήτητα κάθε μορφής εξουσία και ιδιαίτερα η πολιτική.