Το αρχείο που είναι ανεβασμένο στο διαδίκτυο έχει την πρώτη σελίδα σκαναρισμένη ανάποδα. Και μάλλον το σκανάρισμα έγινε από φωτοτυπία και όχι από το πρωτότυπο. Ακόμη και έτσι, όμως, πρόκειται για ένα κείμενο με ιστορική σημασία. Και αυτό γιατί η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 1994, με τίτλο Averting the Old Age Crisis. Policies to Protect the Old and Promote Growth, αποτέλεσε την αφετηρία ουσιαστικά για ένα μεγάλο κύμα μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα σε διάφορες χώρες.
Εάν κανείς το κοιτάξει θα βρει όλα τα συστατικά του λόγου περί συντάξεων που έχει κυριαρχήσει τουλάχιστον στις αναπτυγμένες οικονομίες: ο πληθυσμός γερνάει ολοένα και περισσότερο με αποτέλεσμα να αυξάνεται η βαρύτητα των συνταξιούχων στον γενικό πληθυσμό· αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι εργαζόμενοι πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες περισσότερων συμβασιούχων· τα ασφαλιστικά συστήματα πρέπει να αποκτήσουν χαρακτηριστικά «περισσότερων πυλώνων» και εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης· οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις πρέπει να αποφεύγονται.
Είναι και αυτό ενδεικτικό του ότι η συζήτηση για μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που οδήγησαν σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση στη Γαλλία, δεν ξεκίνησε χτες. Αντιθέτως, είναι μια «ατζέντα» ενεργή εδώ και δεκαετίες.
Και πιο πρόσφατα σε διάφορες χώρες υπήρξαν μεταρρυθμίσεις σε αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στη χώρα μας, όπου στο παρελθόν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αποσυρθείσα τελικά μεταρρύθμιση Γιαννίτση το 2021, υπήρξαν πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, από τα χρόνια των μνημονίων και μετά ήρθαν μεγάλες αλλαγές. Όχι μόνο αυξήθηκαν τα όρια συνταξιοδότησης, που πρακτικά σημαίνουν ότι ένα μεγάλος αριθμός των τωρινών εργαζομένων προετοιμάζεται για συνταξιοδότηση στα 67, αλλά και πρακτικά υποχώρησε σημαντικά ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος, καθώς εισήχθησαν και έντονα στοιχεία μιας κεφαλαιοποιητικής λογικής.
Ούτως ή άλλως, ήδη από τη δεκαετία του 1990 είχε γίνει σαφές ότι το πρόβλημα δεν περιοριζόταν στενά στα δημοσιονομικά προβλήματα από την ανάγκη κάλυψης μεγαλύτερου όγκου συντάξεων με μικρότερες αναλογικά εισφορές, αλλά έπαιρνε και τη μορφή του ερωτήματος εάν πρέπει να περιοριστεί ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας συνολικά του ασφαλιστικού συστήματος. Αναδιανεμητικού όχι μόνο με την «τεχνική» έννοια ότι οι νυν εργαζόμενοι πληρώνουν για τους νυν συνταξιούχους, αλλά και με την πιο στρατηγική ότι ουσιαστικά το κράτος αναλαμβάνει μέσω της φορολογίας και της εγγύησης του ασφαλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει ότι όταν κάποιος σταματά να εργάζεται θα απολαμβάνει ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο με αυτό που είχε όταν ήταν εργαζόμενος.
Απέναντι σε αυτή την αναδιανεμητική λογική – που ήταν ακρογωνιαίος λίθος του «κράτους πρόνοιας» σταδιακά άρχισε να αντιπροτείνεται μια λογική που θεωρούσε ότι σε μεγάλο βαθμό η σύνταξη οφείλει να είναι υπόθεση ατομικών αποταμιευτικών επιλογών και όχι εγγυήσεων από τη μεριά του κράτους. Αυτή η λογική ουσιαστικά μετέφερε την ευθύνη στον ίδιο τον εργαζόμενο, περιόριζε τον ρόλο και την ευθύνη του κράτους, και εντασσόταν στη λογική της ατομικής επένδυσης που ούτως ή άλλως ήταν βασική πλευρά της ανάδυσης αυτού που συνήθως αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό».
Είναι τόσο απειλητική η δημογραφική δυναμική;
Μεγάλο μέρος της δικαιολόγησης των αυξήσεων στα όρια συνταξιοδότησης, είναι ότι αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης και άρα τα χρόνια που κάποιος θα είναι συνταξιούχος, στοιχείο που σε συνδυασμό με την μείωση των γεννήσεων, σημαίνει χειρότερους δημογραφικούς όρους. Για παράδειγμα, σήμερα υπάρχουν τρεις άνθρωποι σε ενεργή εργασιακά ηλικία για κάθε συνταξιούχο. Το 2070 η αναλογία θα γίνει 1,7 προς ένα.
Την ίδια στιγμή η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, που υποτίθεται ότι σημαίνει ότι μεσολαβούν ολοένα και περισσότερα χρόνια ανάμεσα στο πέρας του εργασιακού βίου και τον θάνατο, στην πραγματικότητα επιβραδύνεται στις αναπτυγμένες οικονομίες.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την πανδημία καταγράφηκε υποχώρηση του προσδόκιμου επιβίωσης σε αρκετές χώρες. Και ακόμη και εάν κανείς θεωρήσει ότι αυτό ήταν και αποτέλεσμα μιας έκτακτης συνθήκης, την ίδια στιγμή η συσχέτιση ανάμεσα στην θνητότητα από Covid-1 και την ηλικία αποδεικνύει ότι την ευαλωτότητα που συνεπάγεται η αυξημένη ηλικία.
Επιπλέον, το προσδόκιμο επιβίωσης σήμερα καταγράφει σημαντικές αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τη θέση κάποιου στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία. Για παράδειγμα ένας συνταξιούχος σε μια εύπορη περιοχή του Λονδίνου, όπως το Κένσινγκτον ή το Τσέλσι, έχει οκτώ χρόνια μεγαλύτερο προσδόκιμο από έναν συνταξιούχο στη Γλασκόβη. Ο πρώτος στα 60 του έχει μπροστά του 27 χρόνια προσδόκιμου χρόνου ζωής, ο δεύτερος 19.
Παράλληλα, ακόμη φαίνεται ότι ούτως ή άλλως επιβραδύνεται ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης. Αυτό αποτυπώνεται ήδη στην αλλαγή ορισμένων προβλέψεων. Για παράδειγμα στη Βρετανία μια έκθεση του αρμόδιου υπουργείου, διαπίστωσε ότι ενώ το 2017 οι προβλέψεις που έγιναν με βάση τα στοιχεία του 2017 ήταν ότι το 2060 το προσδόκιμο ζωής στα 60 θα ήταν 27,3 χρόνια, το 2023 η νέα εκτίμηση με βάση τα στοιχεία του 2020 ήταν ότι θα ήταν 24,4 χρόνια. Αυτό προφανώς θα αποτελεί βελτίωση σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση για 20.0 χρόνια για το 2020, όμως αποτυπώνει ότι ο ρυθμός βελτίωσης θα υποχωρεί.
Είναι τόσο ασφυκτικό το δημοσιονομικό πρόβλημα
Βεβαίως υπάρχουν και τα ερωτήματα που αφορούν τη δημοσιονομική επιβάρυνση από το κόστος των συντάξεων. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι το κόστος αυτό δεν είναι ανάλογο του όγκου των συντάξεων. Δηλαδή, δεν πληρώνουν περισσότερα οι χώρες που δίνουν και τις μεγαλύτερες συντάξεις ή έχουν υψηλότερα όρια συνταξιοδότησης. Για παράδειγμα στην ΕΕ οι πρωταθλήτριες είναι η Ελλάδα και η Ιταλία που το 2019 ξόδευαν το 16% του ΑΕΠ σε συντάξεις, ποσοστό που ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Γαλλίας (που έχει σαφώς μικρότερα όρια συνταξιοδότησης σε σχέση με την Ελλάδα) και ταυτόχρονα έχει το υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήματος σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετρημένο ως αναλογία του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος ενός συνταξιούχου προς ενός εργαζομένου.
Αντίστοιχα, ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία το διαπιστούμενο έλλειμμα ως προς τις συντάξεις είναι πολύ μικρότερο των τεράστιων ποσών που διατέθηκαν εντός των μέτρων για την πανδημία ή την αντιμετώπιση του αυξημένου εργασιακού κόστους.
Στην πραγματικότητα το συνταξιοδοτικό γίνεται πρόβλημα σοβαρό δημοσιονομικό μόνο στη βάση δύο παραμέτρων, που αφορούν τη συγκυρία χωρίς να είναι «αυτονόητες». Η πρώτη και ίσως βασικότερη έχει να κάνει με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης. Έχει εκτιμηθεί ότι ακόμη και +1% στο πραγματικό ΑΕΠ θα μπορούσε να εξασφαλίσει ότι οι απαραίτητοι πόροι θα υπήρχαν. Η δεύτερη είναι ακριβώς ότι όλη αυτή η συζήτηση γίνεται θεωρώντας ως δεδομένο έναν πολύ περιορισμένο βαθμό συνολικής αναδιανομής μέσω της φορολογίας.
Και ίσως αυτή η τελευταία παράμετρος να είναι και η πλέον σημαντική: γιατί είναι σαφές ότι το ασφαλιστικό δεν είναι ένα «τεχνικό» θέμα, αλλά ένα βαθιά πολιτικό: έχει να κάνει με τη συλλογική επιλογή που κάνουν οι κοινωνίες ως προς θέλουν να κατανέμεται ο συνολικός πλούτος που παράγεται εντός τους και εάν θεωρούν ότι οι άνθρωποι ζουν για να δουλεύουν ή δουλεύουν για να ζουν.