Προηγήθηκε η πολυετής προσπάθεια εκφοβισμού της ελληνικής πλευράς από την Τουρκία, που απέτυχε παταγωδώς. Παρά το γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου, η ελληνική κοινωνία συσπειρώθηκε γύρω από την αταλάντευτη υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας, απορρίπτοντας τις φωνές για «διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης». Ταυτόχρονα, η πάνδημη συμμετοχή στην υπεράσπιση του ορίου του Εβρου την άνοιξη του 2020 και η εμφανής υπεροχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Αιγαίο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς κατέστησαν σαφές στους Τούρκους ότι μια ελληνοτουρκική σύρραξη θα είχε επίφοβα και πιθανώς ολέθρια αποτελέσματα. Οι συνεχείς φραστικές επιθέσεις του Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας όχι μόνο δεν έκαμψαν, αλλά εξόργισαν και χαλύβδωσαν την ελληνική κοινή γνώμη. Και ταυτόχρονα κατέρριψαν τις ψευδαισθήσεις περί δυνατότητος ελληνοτουρκικής συνεννοήσεως.
Ακολούθησαν οι φοβεροί σεισμοί και η ανθρωπιστική τραγωδία στην Ανατολική Τουρκία – Συρία. Το σοκ στην Τουρκία ήταν τεράστιο, αλλά τεράστια ήταν και η κινητοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης και των κρατικών μηχανισμών για να προσφέρουν βοήθεια στα θύματα του σεισμού. Τόσο η υλική καταστροφή που υπέστη η Τουρκία όσο και η ελληνική στάση απέναντι σε αυτή απενεργοποίησαν την ψυχολογία της αντιπαράθεσης.
Στη θέση της εμφανίστηκε ένα άλλο σενάριο: η ελληνοτουρκική «συνεννόηση», υπό το κράτος της συναισθηματικής προσέγγισης των δύο λαών. Το σενάριο αυτό το προωθούν τρία μέρη: πρώτον οι Σύμμαχοι, που ευελπιστούν να επανεγκολπωθούν την Τουρκία μετά την απομάκρυνσή της από τη Δύση και την περιπλάνησή της σε ευρωασιατικές κατευθύνσεις. Η Τουρκία έχει ήδη δώσει σήματα διάθεσης επαναπροσέγγισης, όπως την αποδοχή της φινλανδικής υποψηφιότητας στο ΝΑΤΟ κ.λπ. Δεύτερον, η ίδια η Τουρκία, που δεν παραιτείται μεν από τα επεκτατικά της σχέδια στο Αιγαίο, αλλά διερευνά την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει εναλλακτικές μεθόδους, αφού το bullying απέτυχε. Τρίτον, επί ελληνικού εδάφους, η σχολή που υποστηρίζει την ελληνοτουρκική συνεννόηση πάση θυσία, έστω και με τίμημα την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία.
Πρόκειται ασφαλώς περί παγίδος, στην οποία ορισμένοι ημέτεροι κύκλοι φαίνονται έτοιμοι και πρόθυμοι να συρθούν. Η Ελλάδα βεβαίως συζητεί, βεβαίως διαπραγματεύεται, βεβαίως επιθυμεί σχέσεις καλής γειτονίας, βεβαίως επιδιώκει ασφάλεια και σταθερότητα, αλλά όλα αυτά αυστηρά μέσα στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και χωρίς καμία έκπτωση στην εθνική της κυριαρχία. Η άποψη ότι με κάποιες οριακές παραχωρήσεις θα κερδίσουμε την ειρήνη είναι αφελής και θυμίζει τον δυστυχή βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν. Το 1938, στη Σύνοδο του Μονάχου, ο Τσάμπερλεν πίστεψε ότι κατεύνασε τον Χίτλερ με την εκχώρηση της Σουδητίας και επέστρεψε πανευτυχής στο Λονδίνο, δηλώνοντας στα πλήθη ότι «σας φέρνω την ειρήνη». Το τι ακολούθησε είναι γνωστό σε όλους.
Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί σε επανέκδοση το βιβλίο του «Το ζήτημα του πατριωτισμού» (2010)