Εδώ και δεκαετίες η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών αντιμετωπίζεται ως ο ακρογωνιαίους λίθος μιας συνετούς νομισματικής αλλά και συνολικά οικονομικής πολιτικής. Συνείσφερε σε αυτό και μια ολόκληρη αντίληψη ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε επικίνδυνα πειράματα και οικονομική κατάρρευση.
Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με κεντρική τράπεζα που δεν είναι καν συνδεδεμένη με κάποιο εθνικό κράτος αλλά συγκροτείται απευθείας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς στηρίζεται στην απεμπόληση από τη μεριά των κρατών-μελών της Ευρωζώνης του ίδιου του εκδοτικού τους δικαιώματος.
Μάλιστα, αυτό ακριβώς το στοιχείο, δηλαδή της απεμπόλησης ενός στοιχείου που ήταν συνώνυμο με τον πυρήνα της κυριαρχίας στη νεωτερικότητα, δηλαδή της δυνατότητας να εκδίδει μια χώρα το δικό της εθνικό νόμισμα, έχει κάνει πολλούς να θεωρούν ότι θεσμοί όπως η ΕΚΤ συγκεφαλαιώνουν το πραγματικό «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, εάν αναλογιστούμε ότι ούτως ή άλλως ο τρόπος που παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές η αναγκαία ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών παραπέμπει στην προσπάθεια θωράκισής τους απέναντι σε κοινωνικά αιτήματα και πιέσεις, ιδίως αυτά που έρχονται από τα πιο λαϊκά στρώματα.
Με ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα αναμετριέται ο Γάλλος οικονομολόγος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός Ερί Μονέ στο βιβλίο του Κεντρικές Τράπεζες, κράτος πρόνοιας και δημοκρατία. Για τον εκδημοκρατισμό των Κεντρικών Τραπεζών και της νομισματικής πολιτικής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Α.Δ. Παπαγιαννίδη.
Η εξέλιξη των κεντρικών τραπεζών
Ο Μονέ υπενθυμίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες παραδοσιακά επιφορτισμένες με το ρόλο της μακροοικονομικής σταθερότητας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της έκδοσης χαρτονομισμάτων και της εποπτείας των πληρωμών, πλέον έχουν ρόλο και στην οικολογική μετάβαση, τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και την εισαγωγή των νέων μορφών ψηφιακών νομισμάτων. Είναι σε αυτή τη συνθήκη που πρέπει να εξεταστεί πώς θα αποκατασταθεί η σχέση – και η νομιμοποίηση – ανάμεσα στις κεντρικές τράπεζες και τους πολίτες.
Παρότι παραδοσιακά οι κεντρικές τράπεζες συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, άλλωστε αποτελούν τις «τράπεζες των τραπεζών», εντούτοις κατά τον Μονέ δεν πρέπει να προσπερνάμε το ρόλο τους στη διασφάλιση της χρηματοδότησης των σύγχρονων κρατών και τη διασύνδεσή τους με το κράτος πρόνοιας, στοιχείο που κατά τη γνώμη του φάνηκε στις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τα πανδημίας COVID-19. Επιπλέον υπογραμμίζει ότι οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των δυνητικά αποσταθεροποιητικών επιδράσεων των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνεισφέρουν στην υποστήριξη της διάστασης «αποεμπορευματοποίησης» που είναι ίδιον του κράτους πρόνοιας. Την ίδια στιγμή σπεύδει να υπενθυμίσει τη διαφορά ανάμεσα σε μια κεντρική τράπεζα και μια δημόσια τράπεζα επενδύσεων.
Ο Μονέ υπενθυμίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ δημιουργούν χρήμα όταν αγοράζουν χρηματοπιστωτικούς τίτλους και δανείζει σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, κυρίως τράπεζες. Αυτό οδήγησε και στην δημιουργία τεράστιων ποσοτήτων χρήματος μετά το 2008, που παρ’ όλα αυτά δεν οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού. Ωστόσο, διαπιστώνει ταυτόχρονα πως αυτό ενισχύει τη διόγκωση και άνιση κατανομή μιας μάζας χρήματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που σε συνδυασμό με την τάση ιδιωτικοποίησης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.
Ο Μονέ εντοπίζει την αλλαγή που φέρνει η μετατόπιση της ΕΚΤ, εντός των πρακτικών ποσοτικής χαλάρωσης προς τις «στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης», που σημαίνει ότι σε ρήξη με μια ορισμένη νεοφιλελεύθερη παράδοση, οι κεντρικές τράπεζες έχουν λόγο στο ποιες δραστηριότητες θα χρηματοδοτούν οι ιδιωτικές τράπεζες με το δάνειο που τους προσφέρει η κεντρική τράπεζα.
Παράλληλα στέκεται ιδιαίτερα στην πρόκληση που αποτελεί η δημιουργία ψηφιακών νομισμάτων των κεντρικών τραπεζών, που με τη σειρά της αποτελεί απάντηση στην πρόκληση που εκπροσωπούν τα κρυπτονομίσματα. Και αυτό γιατί διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο ψηφιακής νομισματικής πολιτικής, ιδίως από τη στιγμή που είναι πιθανό διάφοροι καταθέτες να προτιμήσουν τον «ψηφιακό λογαριασμό» στην κεντρική τράπεζα, από τους απλούς αποταμιευτικούς λογαριασμούς στις ιδιωτικές τράπεζες. Σε αυτή την περίπτωση εγείρονται ζητήματα για το πού μπορεί να κατευθυνθεί αυτή η αποταμίευση.
Μπορεί να συνδυαστεί ανεξαρτησία και δημοκρατική νομιμοποίηση;
Ο Μονέ επιμένει ότι μπορεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών να έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, υπό την προϋπόθεση ότι ξεπερνούμε την ψευδαίσθηση «περί αυτορρύθμισης των αγορών και περί ουδέτερου ρόλου της Κεντρικής Τράπεζας στη λειτουργία των τελευταίων».
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναμετρηθούμε με το «δημοκρατικό έλλειμμα του ευρώ» που έγκειται στο ότι η ΕΚΤ συζητά τις επιλογές της μόνο στο εσωτερικό της χωρίς να λογοδοτεί προς αυτούς που εκπροσωπούν τους ευρωπαίους πολίτες, δηλαδή να κρίνει μόνη της πώς θα εφαρμόσει την εντολή που έχει. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει δημοκρατική διαβούλευση για τις επιλογές της, δεν εξετάζονται οι διαφορετικές απόψεις και δεν υπάρχει ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στην ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Για τον Μονέ μια λύση θα ήταν μια Πιστωτική Επιτροπή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα συντόνιζε τις διάφορες μορφές δράσης που αφορούν τη χρηματοδότηση των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα προσέδιδε μια ουσιαστική νομιμοποίηση στις αποφάσεις της ΕΚΤ ακριβώς επειδή θα συμπεριλάμβανε την αναγκαία αντανακλαστικότητα και διαβούλευση.
Παράλληλα, ο Μονέ υπογραμμίζει τη σημασία που έχει ο συντονισμός της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει σε οριακές συνθήκες αυτό που οι οικονομολόγοι περιγράφουν συνήθως ως «χρήματα από το ελικόπτερο», δηλαδή την απευθείας μεταβίβαση χρημάτων στους πολίτες για την αποτροπή μιας σοβαρής κρίσης.
Ο επίλογος του βιβλίου ανακεφαλαιώνει ουσιαστικά την κεντρική θέση του Μονέ, αυτό που περιγράφει ως τη δημοκρατική ανάκτηση των κεντρικών τραπεζών:
«Η δημοκρατική ανάκτηση που υπερασπιζόμαστε σε αυτό το βιβλίο, δεν στηρίζεται σε μια λογική υποταγής στην αιρετή εξουσία, όπως πιστεύουν εκείνες οι προσεγγίσεις που βλέπουν τη δημοκρατία διαδικαστικά, περιορίζοντάς τη στις εκλογές και στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Μπορεί να ενσωματώνεται στην προσέγγισή μας ο θεμελιώδης ρόλος του Κοινοβουλίου, πρέπει όμως να δίνουμε ζωή στη δημοκρατία και έξω από αυτό, θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας τις διαβουλεύσεις για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών – συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας» (σ. 146).
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Η σημασία του βιβλίου του Μονέ έγκειται ακριβώς στο ότι επιτρέπει να ανοίξει συζήτηση. Επιτρέπει δηλαδή να υπερβούμε τη σημερινή σχεδόν οξύμωρη συνθήκη όπου από τη μια επιμένουμε στη με κάθε τρόπο ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και της ίδια της ΕΚΤ και από την άλλη εναποθέτουμε σε αυτή σημαντικότατες ελπίδες ότι όντως θα ασκήσει πολιτική, οριακά υποκαθιστώντας τις κυβερνήσεις στον ρόλο να παράγουν πολιτική.
Κατά συνέπεια εάν αντιλαμβανόμαστε ότι ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών είναι τελικά πολιτικός, εντάσσεται στην χάραξη στρατηγικής για τα προβλήματα που αφορούν την οικονομική και κοινωνική πολιτική και σε καμιά περίπτωση δεν είναι απλώς «τεχνικός», τότε οφείλουμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο και αυτοί οι θεσμοί θα αποκτήσουν στοιχεία λογοδοσίας και αυξημένης διαπερατότητας με τις διεργασίες στις κοινωνίες και τελικά τις ίδιες τις αγωνίες και προσδοκίες των κοινωνιών σε μια αντιφατική και εμφανώς μεταβατική συγκυρία.