Η συμφωνία την οποία ανακοίνωσαν προχθές οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Νίκος Δένδιας και Μεβλούτ Τσαβούσογλου για την υποστήριξη από πλευράς Τουρκίας της υποψηφιότητας της Ελλάδας στη θέση του μη μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και από πλευράς Ελλάδας της τουρκικής υποψηφιότητας για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) συνιστά μια θεαματική εξέλιξη στη διαδικασία βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που προσφέρεται αυτή η αλληλοϋποστήριξη (που, ας σημειωθεί, προέβλεπε η συμφωνία φιλίας που υπέγραψαν το 1930 Ελ. Βενιζέλος και Ι. Ινονού).
Και μάλιστα η Ελλάδα στηρίζει την Τουρκία για τον ΙΜΟ, οργανισμό κρίσιμο για τα ελληνικά συμφέροντα. Είναι μια εξέλιξη που σημειώνεται λίγο πριν από τις εκλογές στην Τουρκία (14/5) για τις οποίες η Αθήνα προσπαθεί να σταθμίσει ποιος εκ των δύο κύριων διεκδικητών για την προεδρία (Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου) θα μπορούσε να είναι «η καλύτερη περίπτωση» για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτή τη στιγμή και οι δύο υποψήφιοι φαίνεται να διεκδικούν την προεδρία με σχεδόν ίσες αξιώσεις, αν και ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δημοσκοπικά προηγείται (ο Ερντογάν θα κάνει βέβαια τα πάντα για να κερδίσει). Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του καθενός από τους δύο υποψηφίους θα μπορούσαν να συνοψισθούν:
Οσον αφορά τον πρόεδρο Ερντογάν, το βασικό πλεονέκτημα υπέρ αυτού είναι ότι αντιπροσωπεύει «τον διάβολο που γνωρίζουμε εδώ και είκοσι χρόνια». Και ως γνωστόν «καλύτερα τον διάβολο που γνωρίζεις» με τα καλά του και τα κακά του. Και στα «καλά» του είναι ότι, παρά τον Εβρο και το ταραχώδες καλοκαίρι 2020, δεν προχώρησε σε κάποιο ακραίο επεισόδιο όπως έγινε στο παρελθόν με κεμαλικής λογικής ηγέτες (1996, 1987, 1976, 1974). Από την άλλη μεριά όμως είναι ο ηγέτης που διεύρυνε την ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών (Τουρκολιβυκό μνημόνιο, επέκταση διεκδικήσεων, Γαλάζια Πατρίδα κ.λπ.). Ενώ έφθασε την τοξική, εμπρηστική ρητορική σε ακρότατο σημείο με ιταμές απειλές όπως «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ…» κ.ά. στο πλαίσιο μιας νεοοθωμανικής επεκτατικής στρατηγικής που τον απομακρύνει από τη Δύση και την ΕΕ (τάση όχι θετική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις). Αν και τώρα φαίνεται να αναθεωρεί κάπως τη στάση αυτή και ταυτόχρονα να κάνει κάποια βήματα εξομάλυνσης με την Ελλάδα.
Σχετικά με τον Κιλιτσντάρογλου (και την αντιπολίτευση γενικά), πέρα από το γεγονός ότι συνιστά «άγνωστη εν εξουσία» περίπτωση, έχει υιοθετήσει θέσεις για τα Ελληνοτουρκικά που σ’ ορισμένα θέματα είναι πολύ πιο ακραίες απ’ αυτές του προέδρου Ερντογάν («να σπεύσουμε να καταλάβουμε τα 18 νησιά του Αιγαίου» κ.λπ.). Επομένως ο κίνδυνος είναι να θελήσει να αποδείξει ότι είναι «πολύ πιο πατριώτης και εθνικιστής» και να προχωρήσει να κάνει πράξη τις εξαγγελίες του με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη όμως υπόσχεται εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, επαναπροσέγγιση με Δύση και ΕΕ, στοιχεία που μπορεί να λειτουργήσουν ευεργετικά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενώ θετικό είναι επίσης ότι πλαισιώνεται από τους δύο μετριοπαθείς δημάρχους, Εκρέμ Ιμάμογλου και Μανσούρ Γιαβάζ, ως υποψήφιους αντιπροέδρους.
Μετά την προχθεσινή απόφαση Δένδια – Τσαβούσογλου η επιλογή γίνεται πιο δύσκολη.
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ και Research Associate LSE. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030. Οι Προκλήσεις Τουρκίας και Ευρώπης»