Για το δυστύχημα στα Τέμπη μίλησε ο Γιάννης Ραγκούσης, βουλευτής Β’ Πειραιά και τομεάρχης Διαφάνειας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, ρίχνοντας τα «βέλη» του στην κυβέρνηση.
«Η συζήτηση που άνοιξε η Νέα Δημοκρατία σχετικά με τις δύο αποσπάσεις διοικητικού προσωπικού και όχι μηχανικών ή ελεγκτών που ανήκουν στο δυναμικό της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων, τώρα είναι μια συζήτηση καταρχάς, εντελώς άσχετη με αυτό καθαυτό το μεγάλο θέμα της εθνικής τραγωδίας που μας έπληξε αφενός και αφετέρου, είναι μια συζήτηση η οποία δείχνει ότι όταν κανείς είναι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση και δεν έχει τίποτα άλλο να πει, καταφεύγει σε τέτοιου τύπου θα έλεγα φτηνούς αντιπερισπασμούς», είπε ο κ. Ραγκούσης.
Μεταξύ άλλων τόνισε ότι «επρόκειτο για δύο αποσπάσεις που έγιναν επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και έχουν την υπογραφή υπουργών της Νέας Δημοκρατίας».
Οι τρεις παράγοντες
Στο εάν μόνο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη σύγκρουση των τρένων στην περιοχή των Τεμπών, ο κ. Ραγκούσης απάντησε: «Ναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και θα σας το αποδείξω. Μιλάμε για μία κυβέρνηση η οποία δεν είναι κυβέρνηση ούτε τεσσάρων μηνών, ούτε ενός χρόνου, ούτε δύο ετών, ούτε τριών ετών, αλλά είναι μια κυβέρνηση τετραετίας, δηλαδή έχει συμπληρώσει τέσσερα χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεύτερον, μιλάμε για μία εθνική τραγωδία, η οποία έχει έναν τραγικό πρωταγωνιστή, τον σταθμάρχη της Λάρισας.
Ο σταθμάρχης της Λάρισας τοποθετήθηκε εκεί το 2022 στη θέση αυτή, με τρόπο ρουσφετολογικό και παράνομο από τη σημερινή κυβέρνηση. Αυτό πλέον δεν το καταγγέλλουμε μόνο εμείς. Εδώ και μια εβδομάδα το έχουν παραδεχτεί δημοσίως ήδη δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Τζαβάρας και ο κ. Γιάννης Λοβέρδος και σήμερα το πρωί έκανε μια αντίστοιχη τοποθέτηση για πρώτη φορά και εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Κίνημα Αλλαγής, ο γραμματέας του πολιτικού σχεδιασμού του κόμματος, ο οποίος μίλησε και εκείνος πολύ καθαρά και με ευθύτητα για παράνομη μετάταξη, μιλώντας για τη μετάταξη του μοιραίου σταθμάρχη».
Για την τηλεδιοίκηση
Τόνισε ακόμη ότι «το δίκτυο τηλεδιοίκησης στη Λάρισα και για τη διαδρομή από τη Λάρισα προς την κατεύθυνση που πραγματοποιήθηκε η τραγωδία υπήρχε και λειτουργούσε μέχρι το 2019. (…)
Ο ίδιος ο ΟΣΕ πια εξέδωσε ανακοίνωση δύο μέρες μετά από τη δική μας καταγγελία και γραπτώς, ανέφερε ότι πράγματι το καλοκαίρι του ’19 σταμάτησε να λειτουργεί αυτό το σύστημα τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που προκάλεσε ζημιές σε εξοπλισμό όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και βεβαίως κάκιστα και παντελώς αδικαιολόγητα, αφού ο εξοπλισμός δεν αποκαταστάθηκε ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί αυτό το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο πέραν του ότι έδινε τη δυνατότητα στον σταθμό να βλέπει πολύ πιο μακριά από εκεί που έγινε το δυστύχημα, (…) θα έδινε και μια επιπλέον πολύ σημαντική δικλείδα ασφαλείας, πραγματική, που ήταν η παρουσία δεύτερου σταθμάρχη στη Λάρισα μέχρι τον Ιούλιο του ’19 του σταθμάρχη τηλεδιοίκησης, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς στο πόστο του 24 ώρες το 24ωρο – τρεις βάρδιες για να καλύπτεται το εικοσιτετράωρο λοιπόν – και ο οποίος μπορούσε να διορθώνει και πράγματι διόρθωνε πολλά λάθη τα οποία έκανε ο πρώτος σταθμάρχης».
«Ένας τρίτος παράγοντας που αιτιολογεί αυτό που σας είπα προηγουμένως, ότι μιλάμε για μία τραγωδία που πραγματικά προκύπτει από πράξεις και παραλείψεις της παρούσας κυβέρνησης, είναι ότι μέχρι το 2020 είχαμε και στην Αθήνα, στην οδό Καρόλου, ένα δευτεροβάθμιο κέντρο ελέγχου της κυκλοφορίας του ΟΣΕ, των τρένων, που έδινε τη δυνατότητα είτε σε εκείνους τους τρεις που ήταν σε αυτό το κέντρο στην Καρόλου να μιλούν με τα τρένα, είτε οι μηχανοδηγοί να μιλούνε μαζί τους για να επιβεβαιώνουν την ορθότητα της πορείας τους».
Για τις αλλαγές στη ΡΑΣ
Κληθείς να σχολιάσει το τι θα άλλαζε εάν η ΡΑΣ είχε αναδείξει επαρκώς το πρόβλημα πριν το δυστύχημα, ο κ. Ραγκούσης υπογράμμισε ότι «εγώ ως αρμόδιος τομεάρχης Διαφάνειας αυτό το οποίο ξέρω και για το οποίο είμαι σε θέση να καταθέσω και στην ανακρίτρια, είναι ακριβώς αυτό που σας είπα προηγουμένως, ότι τρεις είναι οι αιτίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και που μία από αυτές, αν μπορούσαμε να μην είχε συντρέξει, δεν θα είχαμε δυστυχώς αυτή τη στιγμή το θλιβερό αυτό καθήκον, να έχουμε κηδέψει 57 συμπολίτες μας τόσο άδικα, νέους ανθρώπους στην πλειοψηφία τους».