Στο φως της δημοσιότητας, βρίσκεται πλέον το παρασκήνιο της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τζόρτζ Όσμπορν για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Σε δημοσίευμα των Financial Times, γίνεται μία εκτενής ανασκόπηση της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου στο ξενοδοχείο Μπέρκλεϊ του Λονδίνου τον Νοέμβριο του 2021.
Ως προσφάτως διορισμένος πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, ο Όσμπορν ήθελε να δηλώσει έτοιμος να συμμετάσχει στη συζήτηση για τον επαναπατρισμό αντικειμένων τέχνης. Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρει πως είδε έναν άνθρωπο (σσ τον Κυριάκο Μητσοτάκη) με τον οποίο μπορούσε να συνεργαστεί, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Το παρασκήνιο της συνάντησης
Ο κ. Όσμπορν δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τον κ. Μητσοτάκη πριν από τη συνάντησή τους. Αλλά και οι δύο πέτυχαν πολλά. Ο πρωθυπουργός είπε στους συναδέλφους του στη συνέχεια ότι υπήρχε ‘εμπιστοσύνη και σεβασμός’, ενώ ο κ. Όσμπορν είδε τον Έλληνα πρωθυπουργό ως έναν αποτελεσματικό τεχνοκράτη, αστειευόμενος μάλιστα σε συναδέλφους ότι ο κ. Μητσοτάκης, ήταν ‘ο Ρίσι Σουνάκ της Ελλάδας’.
Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τις συνομιλίες του με τον Μητσοτάκη, φοβούμενος ότι οτιδήποτε πει θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του πρωθυπουργού, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με εκλογές τους επόμενους μήνες.
Αλλά συνάδελφοί του είπαν πως πίστεψε αμέσως ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία. Παρόλα αυτά, ο Όσμπορν, περιορίζεται από την Πράξη του 1963 του Κοινοβουλίου, η οποία απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει οριστικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Τι περιλαμβάνει το σχέδιο Όσμπορν
Η πρόταση του Όσμπορν είχε ως κύριο στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής. Σύμφωνα με άτομα που ενημερώθηκαν για το σχέδιο, θα προέβλεπε μια σειρά συμφωνιών δανεισμού που θα αφορούσαν τα Γλυπτά, οι οποίες σταδιακά θα έχτιζαν εμπιστοσύνη.
Παρόλα αυτά, θα ήταν μεγάλο πρόβλημα για τον Μητσοτάκη να δεχτεί ένα ‘δάνειο’ αυτού που θεωρείται ελληνική περιουσία- αλλά το Βρετανικό Μουσείο θα συμφωνούσε να στείλει στην Αθήνα το ένα τρίτο ή περισσότερα από τα Γλυπτά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, όπως 10 χρόνια.
Σε αντάλλαγμα για μερικά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η Αθήνα θα δάνειζε ελληνικούς θησαυρούς στο Λονδίνο ως «αντιστάθμισμα». Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Σαντορίνης, που χρονολογούνται από το 1700 π.Χ., έχουν αναφερθεί στην Αθήνα ως μεταξύ των πιθανών υποψηφίων για μια τέτοια ανταλλαγή.
Ένα προφανές πρόβλημα είναι αν οι Έλληνες θα τα επέστρεφαν στο τέλος της περιόδου. Ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, προκάτοχός του Όσμπορν στο Βρετανικό Μουσείο και πρώην συντάκτης των FT, λέει: ‘Υπέθεσα ότι αν δανείζονταν, δεν θα επέστρεφαν’.
Το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου Όσμπορν θα ήταν ότι, όταν έληγε το δάνειο, τα Γλυπτά θα επέστρεφαν στο Λονδίνο, αλλά ένα μεγαλύτερο μέρος θα πήγαινε ταυτόχρονα στην Αθήνα ως κίνητρο, καθιστώντας την Ελλάδα την μόνιμη τοποθεσία για τα Γλυπτά.
Οι όροι που έχουν θέσει οι δύο πλευρές
Παραθέτει μάλιστα και τα τρία στοιχεία – όρους, που πρέπει να διέπουν αυτή τη συνεργασία. Αρχικά τη συνεργασία των μουσείων, με υψηλής ποιότητας αντίγραφα των Γλυπτών να μένουν στο Λονδίνο συν μια συμφωνία δανεισμού από την Ελλάδα ορισμένων εκ των διασημότερων αρχαιοτήτων, προσωρινά, σε αντάλλαγμα και ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου.
Δεύτερον, μια ευρύτερη πολιτιστική συνεργασία, ενδεχομένως με ιδιωτική χρηματοδότηση, που θα ανεβάσει σε άλλο επίπεδο την ακαδημαϊκή αλλά και καλλιτεχνική σύμπραξη των δύο χωρών. Και τρίτον, μια κοινή εκστρατεία Ελλάδας-Βρετανίας για να επιστρέψουν στην Αθήνα τα Γλυπτά του Παρθενώνα που κατέχουν όλα τα υπόλοιπα μουσεία του κόσμου.
Μια τέτοια συνεργασία, γράφει ο λόρδος Φροστ, θα πρέπει να παραμερίσει οριστικά τη διαμάχη για την απόκτηση των Γλυπτών και θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι δε συνιστά προηγούμενο για αιτήματα αποκατάστασης άλλων εκθεμάτων.
Με μια τέτοια λύση, καταλήγει το άρθρο, η Βρετανία μεταξύ άλλων θα έδειχνε εμπράκτως ότι εννοεί το χαρακτηρισμό των Γλυπτών ως μέρος της κοινής μας δυτικής κληρονομιάς, αλλά και θα έδειχνε τι είδους χώρας φιλοδοξεί να είναι, ενδιαφερόμενη για τη φήμη της και τον πολιτισμό της. «Ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία», αναφέρει ο Φροστ.