Στην μάχη για την κυριαρχία στον προοδευτικό χώρο, που σε προεκλογικό χρόνο έχει και στο σχετικό εκλογικό διακύβευμα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ρίχνουν στην μάχη και περιόδους του παρελθόντος: οι μεν την συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ το 2012 και οι δε τις δύο φορές που ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε για συνέταιρό του στην κυβέρνηση τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου.
Στην Χαριλάου Τρικούπη αποφάσισαν η απάντηση στα όσα είπε ο Αλέξης Τσίπρας στην Πάτρα («Δεν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι δυνατόν το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου να έχει στόχο να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη») να έρθει από τον ίδιο τον Ανδρουλάκη και να είναι προσωπική. Υπήρχε λόγος: τα κεντροαριστερά στελέχη θεωρούν ότι η επίθεση που ξεκίνησε με υπόνοιες για «εκβιαζόμενο» Ανδρουλάκη έχει στόχο να δημιουργήσει μια πλαστή εικόνα τόσο για τις προθέσεις όσο και για το κίνητρο των κινήσεων του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Εκτιμούν πως με τη παρέμβασή του στην Πάτρα, σε μια περιφέρεια με ειδικό πασοκικό συμβολισμό, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κλιμάκωσε σε πολιτικό επίπεδο «δείχνοντας πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η εξουσία για την εξουσία».
Στα «μαθήματα προοδευτικότητας» η απάντηση δια στόματος Ανδρουλάκη ήταν μια φωτογραφία από την εξέδρα, στην οποία ο Τσίπρας βρισκόταν αγκαλιά με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ, Πάνο Καμμένο, η οποία σφράγισε και την συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση το 2015. Η διπλή επιλογή συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, μια τον Ιανουάριο και μια τον Σεπτέμβριο, είναι ένα από σημεία που αξιοποιεί στην κριτική της η Χαριλάου Τρικούπη για να αναδείξει τις προοδευτικές αδυναμίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικά την στιγμή που προσπαθεί να αναδειχθεί ως η προοδευτική απάντηση στη ΝΔ, στοχεύοντας στο μέγιστο δυνατό ποσοστό στην πρώτη κάλπη. Γιατί απάντησε ο Ανδρουλάκης; Γιατί οι επιθέσεις από τα επιτελικά στελέχη της Κουμουνδούρου είχαν αποδέκτη τον ίδιο, αλλά και γιατί η λογική πως ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την όλη «Δημοκρατική Παράταξη», ως συνεχιστής του Ανδρέα Παπανδρέου, απαιτούσε απάντηση από τον ίδιο τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Τα «ατοπήματα» του 2015 θεωρείται πως αντιστρέφουν το «προοδευτικό πλεονέκτημα», με δεδομένο πως το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει συλλογικά την αυτοκριτική του για τις επιλογές του την περίοδο των μνημονίων, κάτι που δεν έχει συμβεί από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ δια στόματος Πόπης Τσαπανίδου («Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει βγάλει τα συμπεράσματά του από τη συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ. Ελπίζαμε ότι και το ΠΑΣΟΚ θα έχει βγάλει τα δικά του από τη συνεργασία του με τη ΝΔ») και η αναφορά της Συμφωνίας των Πρεσπών ως σημείο καμπής είναι, σύμφωνα με έμπειρους κεντροαριστερούς παρατηρητές, μια ένδειξη ότι, ίσως για πρώτη φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να απαντάει σοβαρά στα βέλη που αφορούν την συγκατοίκηση με τους ΑΝΕΛ στην εξουσία -δείγμα κι αυτό πως η τακτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, που πριν περιελάμβανε καρότο και εδώ και κάποιες μέρες μαστίγιο, θα έχει διάρκεια.
Σε αυτή την τακτική, στην Χαριλάου Τρικούπη απαντούν αναδεικνύοντας την πραγματική τους στάση για τις μετεκλογικές συνεργασίες, όπως αυτή αποτυπώθηκε από τον Νίκο Ανδρουλάκη στο τρίπτυχο «ισχυρό ποσοστό, σταθερότητα από την πρώτη Κυριακή, σύγκλιση με βάση το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ» -δηλαδή η όποια πιθανή συζήτηση για συνεργασία έρχεται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με βάση τις δέκα προγραμματικές προτεραιότητες που το ΠΑΣΟΚ βγάζει ως πρόσταγμα για τις κάλπες που έρχονται. «Έχουμε ανοιχτά χαρτιά. Έχουμε το πρόγραμμα μας. Θέσαμε στον ελληνικό λαό συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Την επόμενη μέρα των εκλογών θέλουμε να μας δώσει τη δύναμη, έτσι ώστε να αλλάξουμε τους πολιτικούς συσχετισμούς και να εφαρμόσουμε αυτό το πρόγραμμα. Όχι να σώσουμε τον κύριο Τσίπρα ή τον κύριο Μητσοτάκη και την πολιτική τους», ανέφερε, στο ίδιο μήκος κύματος, ο γραμματέας του κόμματος, Ανδρέας Σπυρόπουλος (ΣΚΑΪ). Παράλληλα, στην λογική του διμέτωπου απέναντι στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, από το επιτελείο του Ανδρουλάκη υπενθυμίζουν ότι βρίσκονται στην «απέναντι όχθη» από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ και «αγωνίζεται αταλάντευτα ενάντια στην πρωτοφανή θεσμική εκτροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και εγγυάται την αποκατάσταση του κράτους δικαίου και της ακηδεμόνευτης λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών».