Η αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία θα παραμείνει ο βασικός παράγοντας αρνητικού αντικτύπου στην ευρωπαϊκή οικονομία και θα διατηρηθεί όσο διαρκεί ο πόλεμος, δηλώνει ο Ζολτ Νταρβάς, ανώτερος συνεργάτης του Bruegel στις Βρυξέλλες. Ο ούγγρος οικονομολόγος αναλύει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» γιατί εκτιμά ότι αποτελεί παρεξήγηση πως ο πόλεμος αποτελεί σημαντικό μοχλό αύξησης των τιμών ενέργειας. Μιλάει για τις θετικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά, προειδοποιεί όμως τις κυβερνήσεις να είναι προσεκτικές με τα μέτρα στήριξης, ενώ δηλώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ασφαλή θέση, παρά την αύξηση των επιτοκίων, διότι μεγάλο μέρος του χρέους της οφείλεται σε επίσημους δανειστές ευρωπαϊκών κρατών και χαίρει χαμηλών επιτοκίων.
Και πριν από τον πόλεμο.
«Αποτελεί παρεξήγηση η θέση ότι ο πόλεμος είναι ένας σημαντικός μοχλός αύξησης των τιμών ενέργειας, επηρεάζοντας δυσμενώς νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κυβερνήσεις. Δεν είναι αλήθεια. Το 2021, έναν χρόνο πριν από τον πόλεμο, οι τιμές ενέργειας αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της ανάκαμψης μετά την πανδημία. Η ζήτηση σε πετρέλαιο αυξήθηκε, το ίδιο και οι τιμές. Οταν άρχισε ο πόλεμος, οι τιμές πετρελαίου συνέχισαν την άνοδο αλλά από τον περασμένο Ιούνιο άρχισαν να πέφτουν. Τότε η Κομισιόν ανακοίνωσε το έκτο πακέτο κυρώσεων, που περιελάβανε την απαγόρευση του θαλάσσιου αργού πετρελαίου από τον Δεκέμβριο και την απαγόρευση εισαγωγής πετρελαιοειδών από τη Ρωσία από τις 5 Φεβρουαρίου φέτος. Ακόμα και μετά οι τιμές του πετρελαίου συνέχισαν να πέφτουν. Η τιμή του ρωσικού πετρελαίου ήταν ακόμα χαμηλότερη, οπότε όσοι εισήγαγαν ρωσικό πετρέλαιο επωφελήθηκαν. Για το φυσικό αέριο οι τιμές είχαν ήδη εκτοξευθεί το 2021, εν μέρει διότι η Ρωσία είχε αρχίσει να μειώνει τις προμήθειες στην Ευρώπη από το καλοκαίρι του 2021, διότι υπήρχε ξηρασία, οπότε η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε, η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία μειώθηκε και χρησιμοποιήθηκε, έτσι, περισσότερο φυσικό αέριο, οπότε αυξήθηκε η τιμή. Μετά την έναρξη του πολέμου οι τιμές ήταν μεταβλητές, και μετά τον Αύγουστο, οπότε κορυφώθηκαν, έπεσαν σε χαμηλότερα επίπεδα. Στο τέλος του 2022 οι τιμές πετρελαίου και γκαζιού ήταν αρκετά χαμηλότερες από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Ο πληθωρισμός συνδέεται με το ενεργειακό κόστος αλλά και την αύξηση της ζήτησης μετά την πανδημία» τονίζει ο οικονομολόγος του Bruegel.
Μέτρα στήριξης
Η συζήτησή μας περνά στα δημοσιονομικά. «Ο αντίκτυπος του πληθωρισμού είναι θετικός για τα δημόσια οικονομικά βραχυπρόθεσμα, διότι όταν αυξάνονται οι τιμές αυξάνονται και τα δημόσια έσοδα. Αλλά και για το χρέος, η σχέση χρέους/ΑΕΠ μειώνεται. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ανακοινώσει μέτρα στήριξης και μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες λόγω των εξελίξεων, αλλά εκτιμώ ότι οι επιπρόσθετες δαπάνες λόγω του πολέμου είναι μικρότερες από τα επιπλέον δημόσια έσοδα λόγω του πληθωρισμού» παρατηρεί. Σχετικά με τις δαπάνες για τα μέτρα στήριξης υπάρχουν δύο διαστάσεις, λέει. «Βραχυπρόθεσμα, υπό το πρίσμα της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, οι υψηλότερες δαπάνες για μέτρα στήριξης δεν είναι τόσο καταστροφικές για τα δημόσια οικονομικά. Αλλά μακροπρόθεσμα το ζήτημα είναι δύσκολο. Ο αντίκτυπος του πληθωρισμού είναι βραχυπρόθεσμος, και επίσης λόγω του πληθωρισμού η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια, οπότε αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Βραχυπρόθεσμα, σε ορίζοντα δύο-τριών ετών, όλα φαίνονται καλά με τα δημόσια οικονομικά, αλλά μακροπρόθεσμα, σε ορίζοντα πέντε-δέκα ετών, οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και του κόστους εξυπηρέτησης χρέους, καθώς και της δυσκολίας αντιστροφής των προγραμμάτων στήριξης, οπότε τα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα. Υπάρχει επίσης και το θέμα των ισότιμων όρων ανταγωνισμού.
Αρνητικός αντίκτυπος
Μεγαλύτερες χώρες μπορούν να παράσχουν περισσότερες επιδοτήσεις και στήριξη από ό,τι οι μικρότερες, κάτι που έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό» επεξηγεί ο Νταρβάς. Στο πλαίσιο αυτό τον ρωτάμε για τη συζήτηση γύρω από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας, για το οποίο δηλώνει επιφυλακτικός. «Η θεσμοθέτηση μεγαλύτερων κεντρικών δημοσιονομικών πόρων και δαπανών αμφισβητείται και θα πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε άλλες περιπτώσεις θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, υπάρχουν πολλά ευρωπαϊκά ταμεία, πρέπει πρώτα να αξιοποιήσουμε τα διαθέσιμα κονδύλια και αν υπάρξει ένα σοκ μπορεί να είναι αναγκαίο ένα νέο ταμείο, αλλά δεν υπάρχει τώρα ισχυρός λόγος».
Σημειώνει πάντως ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει αρνητικά την ευρωπαϊκή οικονομία στο μέτωπο των εισαγωγών από Ρωσία και Ουκρανία. «Η ευρωπαϊκή αλυσίδα αξίας που περιελάβανε την Ουκρανία και τη Ρωσία υπέφερε από προβλήματα σε σχέση με τις εισαγωγές. Αλλά επιλύονται διότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βρίσκουν εναλλακτικές πηγές προμηθειών. Επίσης, όσον αφορά τα τρόφιμα, οι τιμές αυτών που εξάγουν Ουκρανία και Ρωσία έχουν αυξηθεί περισσότερο από ό,τι των τροφίμων που δεν έχουν σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές των δύο χωρών» επισημαίνει.
Τον ρωτάμε για το ρίσκο αύξησης των επιτοκίων ειδικά σε χώρες με υψηλό χρέος. «Οταν αυξάνονται τα επιτόκια, οι πιο ευάλωτες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, μπορεί να αντιμετωπίσουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αυτό είναι ένας κίνδυνος, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά ασφαλή θέση, διότι μεγάλο μέρος του χρέους οφείλεται σε επίσημους δανειστές ευρωπαϊκών κρατών που χαίρουν χαμηλό επιτόκιο και τα ποσά που πρέπει να δανειστεί η Ελλάδα από τις αγορές δεν είναι τόσο υψηλά». Σε σχέση με τις επιπτώσεις στο Ταμείο Ανάκαμψης σημειώνει ότι «μπορεί να υπάρχει αντίκτυπος λόγω του υψηλού πληθωρισμού, καθώς το κόστος των έργων θα αυξηθεί, αλλά το ποσό είναι συγκεκριμένο, οπότε θα πρέπει ίσως τα κράτη-μέλη να δαπανήσουν περισσότερο για τα έργα, κάτι που θα επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά».
Αν συνεχιστεί για πολύ ο πόλεμος, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος; «Μια σημαντική παράμετρος είναι η ύπαρξη μεγαλύτερης αβεβαιότητας, οπότε τα νοικοκυριά θα μειώσουν τις δαπάνες, οι επιχειρήσεις θα δουν με επιφυλακτικότητα τις επενδύσεις, οπότε επηρεάζεται αρνητικά η οικονομία. Αν ο πόλεμος συνεχίσει όπως είναι και παραμείνει εντός της Ουκρανίας και δεν επηρεάσει κάποιο κράτος-μέλος της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ, η αβεβαιότητα θα παραμείνει ο βασικός παράγοντας που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία και θα διατηρηθεί όσο διαρκεί ο πόλεμος. Αν κλιμακωθεί ο πόλεμος με εμπλοκή του ΝΑΤΟ, τότε η κατάσταση θα είναι διαφορετική» δηλώνει.