Από την κυβέρνηση Μητσοτάκη η οικονομία περίμενε πολλά και η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα τα βρήκε. Ισως με μια υπερβολική δόση στο μίγμα πολιτικής των επιδομάτων, θα παρατηρούσε κανείς, αλλά αυτές ήταν οι έκτακτες ανάγκες που κλήθηκε να υπηρετήσει. Εδώ ο πιο ακραίος φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών της Ευρώπης, ο Γερμανός Λίντνερ, πολιτική επιδομάτων κλήθηκε να υπηρετήσει και αυτός.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξελέγη ωστόσο το 2019 με μια σαφή εντολή υλοποίησης μεταρρυθμίσεων. Μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διάρκεια του οποίου με το ζόρι – αλλά – προχώρησαν κάποιες μεταρρυθμίσεις, χρειάζονταν μια κυβέρνηση που να πιστεύει σε αυτές και να τις συνεχίσει εκτός πλέον της υποχρεωτικότητας των προγραμμάτων. Παρά τα προβλήματα και τα «ξεστρατίματα», άλλες οργανωμένα βάσει του προεκλογικού προγράμματος του 2019 και άλλες εξ αντανακλάσεως λόγω της συγκυρίας (όπως στον χώρο της Υγείας) μεταρρυθμίσεις έγιναν. Θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερες, αλλά η ορμή διατηρήθηκε και επικροτήθηκε από τους οίκους αξιολόγησης, φτάνοντας το αξιόχρεο της χώρας μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα. Επιπλέον επικροτήθηκαν τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και από τις αγορές με επιτόκια καλύτερα χωρών όπως η Ιταλία.
Το ζητούμενο ωστόσο είναι ότι η χώρα θα χρειαστεί έναν νέο γύρο εμβληματικότερων μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να έχει ένα καλύτερο μέλλον στις αγορές (φτηνότερο επιτόκιο) και θετικότερο επενδυτικό κλίμα, γεγονός που φαίνεται ότι είναι το «κλειδί» την επόμενη τριετία για να αποφύγει η χώρα την ύφεση.
Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να αλλάξει η εθνική μας στόχευση. Καλή η αναφορά πολλών πλέον ελλήνων πολιτικών στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης. Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό.
Πρέπει να γίνει στόχος ενός νέου ευρύτερου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, η αναβάθμιση δύο και τρεις θέσεις πάνω από την επενδυτική βαθμίδα. Κάθε άνοδος θα σημαίνει και πιο μικρό spread (διαφορά) δανεισμού σε σχέση με το γερμανικό δεκαετές ομόλογο. Καλύτερες συνθήκες στις αγορές όχι μόνο για το ελληνικό Δημόσιο αλλά και για τις επιχειρήσεις που δανείζονται σε αυτές.
Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να οδηγεί σε νέες μορφές πλούτου ή να διευκολύνει σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες. Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει σαρωτικές αλλαγές στον χώρο της δικαιοσύνης. Επίσης, η επέκταση της χώρας στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει να είναι εκ των ων ουκ άνευ σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, ειδικά με τα απίστευτα κέρδη που αποκομίζει κάνοντας αυτό που εμείς αρνούμαστε εδώ και χρόνια, η Κύπρος. Επιπλέον, μετά τα πρόσφατα απελπιστικά στοιχεία της απογραφής, θα χρειαστεί και μια καθοριστική παρέμβαση στο δημογραφικό. Με πολλές νέες ιδέες. Τα κίνητρα για την επιστροφή των επιστημόνων μας που έφυγαν είναι σημαντικά και πρέπει να ενισχυθούν, αλλά ακόμα πιο σημαντική θα είναι μια αλλαγή της πολιτικής μας στο μεταναστευτικό, αναζητώντας οργανωμένα και με τάξη, νέο εργατικό δυναμικό που θα ζει, θα αναπτύσσεται και θα πληρώνει εισφορές και φόρους εδώ στη χώρα μας δημιουργώντας υπεραξίες αντίστοιχες της δεκαετίας του 1990. Αυτά είναι μόνο μερικά από όσα μπορούν και πρέπει να υλοποιηθούν.
Για να γίνουν όμως πράξη όλα αυτά, θα χρειαστεί και μια κυβέρνηση που να μπορεί να υλοποιεί και κυρίως να πιστεύει σε αυτές. Αλλά αυτό είναι θέμα των ψηφοφόρων…