Οι αριθμοί από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι σαφείς: με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στην Ιταλία που έχει μετατραπεί πάλι σε αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής οικονομίας, το «τέρας» δείχνει να κάμπτεται τους τελευταίους μήνες. Και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Πρόκειται για μια πολύ ενθαρρυντική εξέλιξη και ευλόγως υποθέτει κανείς ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα αντιλαμβάνονται ότι ο στόχος τους μοιάζει να επιτυγχάνεται. Και ότι οσονούπω θα σταματήσουν να ανεβάζουν τα επιτόκια στερώντας χρήμα από την αγορά και – κυρίως – σφίγγοντας τον βρόχο σε όσους φέρουν το άχθος κάποιου δανείου.
Δυστυχώς δεν είναι αυτό το σενάριο των επόμενων (πολλών) μηνών του 2023. Οι ίδιοι οι κεντρικοί τραπεζίτες σπεύδουν να το ξεκαθαρίσουν και να μην αφήνουν να δημιουργούνται φρούδες ελπίδες περί νομισματικής χαλάρωσης. Διότι η κατανίκηση του πληθωρισμού είναι βέβαια ο στόχος των Κεντρικών Τραπεζών. Αλλά σε βάση διαρκή, «βιώσιμη» και «ανθεκτική». Κάτι που οι τραπεζίτες διόλου πείθονται ότι συμβαίνει.
Τα ενθαρρυντικά ποσοστά
Οι εξελίξεις είναι όντως ενθαρρυντικές. Και αφορούν μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το μήνα Δεκέμβριο, που περιλαμβάνει ως γνωστόν και τις εορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, μια περίοδο δηλαδή
που εξ ορισμού δημιουργεί ανελαστικές καταναλωτικές ανάγκες στον κόσμο. Στη Γερμανία λοιπόν, που έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη, το Δεκέμβριο το ποσοστό του πληθωρισμού κατακρημνίστηκε στο 8,6% από 11,3% που ήταν το Νοέμβριο και ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν υποχώρησή του στο 9,1%.
Στη Γαλλία, με τη δεύτερη σε ΑΕΠ ευρωοικονομία, ο πληθωρισμός υποχώρησε το Δεκέμβριο στο 6,7% από 7,1% που ήταν το Νοέμβριο και ενώ οι ειδικοί προέβλεπαν ότι θα σκαρφαλώσει στο 7,2% – εδώ έπεσαν έξω ακόμα και στην τάση του δείκτη! Στην τέταρτη σε μέγεθος ευρωοικονομία, στην Ισπανία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή έπεσε στο 5,6% από 6,7% που ήταν το Νοέμβριο και ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν υποχώρησή του στο 6%. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο ο πληθωρισμός στην Ισπανία είχε εκτιναχθεί στο 10,8%, που είναι το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 37 χρόνων.
Στην Ιταλία στοιχεία για το μήνα Δεκέμβριο δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα, αλλά το Νοέμβριο ο δείκτης είχε μείνει «καρφωμένος» στο 12,6%, στο υψηλότερο επίπεδο τριών και πλέον δεκαετιών που βρισκόταν και τον Οκτώβριο. Είναι η τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης η ιταλική. Και με δεδομένη τη δεινή δημοσιονομική της εικόνα η χώρα δημιουργεί αναμφίβολα τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους στην ΕΚΤ αλλά και στα οικονομικά και πολιτικά επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα.
Οι αποθαρρυντικοί τραπεζίτες
Είναι όντως ενθαρρυντικοί οι αριθμοί. Όχι όμως και οι κεντρικοί τραπεζίτες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Fed Τζερόμ Πάουελ, παρά το ότι το Νοέμβριο κατεγράφη η πέμπτη κατά σειρά μηνιαία υποχώρηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, στο 7,1%. Ο Πάουελ και άλλοι αξιωματούχοι της Fed έχουν επανειλημμένα σημειώσει ότι «μια αδικαιολόγητη χαλάρωση των οικονομικών συνθηκών, ειδικά αν εκπορεύεται από μια εσφαλμένη αντίληψη της κοινής γνώμης για τη λειτουργία της Επιτροπής Ανοικτών Αγορών, θα περιέπλεκε την προσπάθεια αποκατάστασης της σταθερότητας των τιμών». Η Επιτροπή Ανοικτών Αγορών της Fed είναι εκείνη που καθορίζει τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ.
Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο να ανεβάζει τα επιτόκια για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Με ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό! Από μηδενικά έφθασαν στο 4,25% με 4,50% και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσουν την ανηφόρα τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο της νέας χρονιάς, παρά το ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο ούτε ένας αξιωματούχος της Fed δεν είχε προβλέψει επιτόκια άνω του 5% το 2023.
Μόλις την περασμένη Τετάρτη ανακοινώθηκαν τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Fed που έδειξαν ότι η ανησυχία της για τον πληθωρισμό δεν έχει μετριαστεί. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόεδρος της Ευρωτράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ. Η ΕΚΤ άργησε πολύ να εγκαταλείψει τα μηδενικά επιτόκια (το έπραξε μόλις τον περασμένο Ιούλιο). Όταν ο Πάουελ ανέβαζε τα επιτόκια του δολαρίου η Λαγκάρντ εκτιμούσε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα ήταν «πρόσκαιρες». Τώρα προαναγγέλλει περαιτέρω σύσφιγξη της πολιτικής της ΕΚΤ, εκτιμώντας ότι «η περίοδος των υψηλών επιτοκίων δεν θα είναι πρόσκαιρη».
Ανεργία και καταναλωτική ζήτηση
Γιατί όμως οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής σε ΕΕ και ΗΠΑ τρέμουν μήπως δεν συνεχιστεί η αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων και το «τέρας» σηκώσει πάλι κεφάλι; Το περιέγραψε με αδρές γραμμές την Πέμπτη η επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Γκίτα Γκοπινάθ, που κάλεσε τη Fed να μη βιαστεί να χαλαρώσει την πολιτική της.
«Αν δείτε τους δείκτες στην αγορά εργασίας και κάποιες σημαντικές συνιστώσες του πληθωρισμού, όπως είναι ο δείκτης των υπηρεσιών, θα αντιληφθείτε ότι είναι προφανές ότι δεν έχουμε ακόμα στρίψει τη γωνία σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό», σημειώνει η Γκοπινάθ σε συνέντευξή της στους «Financial Times». Στις ΗΠΑ επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης (η ανεργία ήταν 3,7% το Νοέμβριο), ενώ και στην Ευρωζώνη η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 6%.
Όσο για την Κριστίν Λαγκάρντ, την παραμονή της νέας χρονιάς είχε επισημάνει μιαν άλλη, αναλόγως σημαντική αιτία ανησυχίας. «Οι μισθοί της Ευρωζώνης αυξάνονται ταχύτερα από όσο πιστεύαμε αρχικά και η ΕΚΤ πρέπει να συμβάλει ώστε αυτό να μην οδηγήσει σε επιδείνωση του ήδη αυξημένου πληθωρισμού», επισήμανε η ευρωτραπεζίτισσα σε συνέντευξή της σε κροατική εφημερίδα.
Το αίμα των ευάλωτων
Η Λαγκάρντ δεν είχε βέβαια κατά νου την εισοδηματική πολιτική της νεόκοπης εταίρου στην Ευρωζώνη, της Κροατίας. Ανησυχούσε για τις πολιτικές κυρίως των «μεγάλων δυνάμεων» της Ευρωζώνης. Των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας εν προκειμένω, που αν και νεοεκλεγμένες σπεύδουν να καλύψουν με ποικίλες και
δραστικές παρεμβάσεις τις απώλειες εισοδήματος που προξενεί στους ψηφοφόρους τους ο πληθωρισμός. Είτε αυξάνοντας τους μισθούς είτε μειώνοντας τους φόρους στην κατανάλωση είτε επιδοτώντας τις δαπάνες των πλέον ευάλωτων από την ακρίβεια νοικοκυριών, κυρίως για ενέργεια και για τρόφιμα.
Ο Πάουελ, η Λαγκάρντ και τα επιτελεία τους διαπιστώνουν ότι ενώ εκείνοι κλείνουν τη στρόφιγγα της ρευστότητας και αυξάνουν το κόστος του χρήματος στην αγορά για να αποθαρρύνουν την κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις προσλήψεις – για να προκαλέσουν ύφεση δηλαδή, όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια αποκάλυψε προ ημερών ένας γερόλυκος τραπεζίτης, ο αειθαλής πρώην πρόεδρος της Fed Άλαν Γκρίνσπαν –, οι δαπάνες των νοικοκυριών δεν περιορίζονται αισθητά, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να μην βρίσκουν προσωπικό για να προσλάβουν και οι πολιτικές κυβερνήσεις κάνουν ό,τι μπορούν για να στηρίξουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τον τζίρο των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών εν γένει.
Γι’ αυτό όμως εκλέγονται οι κυβερνήτες, θα παρατηρούσε κανείς: για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών (και δη τα οικονομικά διότι… it’s the economy stupid, όπως θα έλεγε και ο Μπιλ Κλίντον). Ασφαλώς και ενδιαφέρονται οι κυβερνήσεις για την σταθερότητα των τιμών, που ως γνωστόν αποτελεί τη βασική καταστατική υποχρέωση των Κεντρικών Τραπεζών. Αλλά οι κυβερνώντες βάζουν πάνω απ’ όλα την πολιτική τους επιβίωση.
Παρατηρεί κανείς ότι στην προκείμενη συγκυρία οι βασικές επιδιώξεις και οι ιεραρχήσεις των προτεραιοτήτων πολιτικών και κεντρικών τραπεζιτών διαφέρουν. Οι πολιτικοί πασχίζουν να κρατήσουν την ανάπτυξη ζωντανή. Αλλά οι τραπεζίτες για να ανοίξουν την στρόφιγγα της ρευστότητας και να δημιουργήσουν και πάλι προϋποθέσεις για ανάπτυξη των οικονομιών και ευημερία των πολιτών περιμένουν να δουν… αίμα να κυλά στους δρόμους.
Πηγή: ΟΤ