Μειωμένη κατά 9% αναμενεται η ακαθάριστη παραγωγή βόειου κρέατος στην ΕΕ την επόμενη 10ετία, ενώ το συνολικό κοπάδι αγελάδων της ΕΕ αναμένεται να μειωθεί κατά 2,8 εκατομμύρια κεφάλια (μείωση κατά 9,1 %).
Σταδιακή θα είναι η μείωση και του κοπαδιού γαλακτοπαραγωγής σύμφωνα με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ΕΕ, ενώ το κοπάδι θηλαζουσών αγελάδων αναμένεται να μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια κεφάλια έως το 2032 (μείωση κατά 636.000 κεφάλια ή κατά 6 %), λόγω του χαμηλού κέρδους αλλά και της αύξησης των ανησυχιών για το περιβάλλον.
Η συνδεδεμένη εισοδηματική στήριξη και ορισμένα οικολογικά συστήματα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ, σε συνδυασμό με μια σχετικά καλή προοπτική τιμών, θα περιορίσουν αυτή την τάση μείωσης αλλά δεν θα την αναστρέψουν. Το μέσο βάρος σφαγής θα συνεχίσει την ελαφρώς ανοδική του τάση χάρη στις προηγμένες τεχνολογίες (π.χ. διαχείριση βλαστικών προϊόντων) και ένα μεγαλύτερο μερίδιο ζώων τύπου βόειου κρέατος στο παραγωγικό κοπάδι, ενώ η στροφή σε βιολογικά και πιο εκτεταμένα συστήματα παραγωγής μπορεί να εξουδετερώσει εν μέρει αυτήν την τάση.
Η κατανάλωση
Μειωμένη όμως αναμένεται και η κατανάλωση. Μετά τον COVID-19, η κατανάλωση βόειου κρέατος στην ΕΕ συνέχισε να μειώνεται το 2022 λόγω της χαμηλής διαθεσιμότητας και των υψηλών τιμών, ενώ όπως όλα δείχνουν αυτή η πτωτική τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα δέκα χρόνια. Μέχρι το 2032, η κατά κεφαλήν κατανάλωση βοείου κρέατος μπορεί να μειωθεί από 10,3 σε 9,5 κιλά (-7,8 %).
Οι εξαγωγές
Η παγκόσμια ζήτηση εισαγωγών για βόειο κρέας θα αυξηθεί κατά 1,3 εκατομμύρια τόνους μεταξύ 2020-2022 και 2032. Όμως οι εξαγωγές ζώντων ζώων στην ΕΕ αναμένεται να μειωθούν σταδιακά (-2,8% ετησίως) λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού και των ανησυχιών για την καλή διαβίωση των ζώων στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων.
Οι εξαγωγές κρέατος της ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν έως το 2032 (+1,1 % ετησίως), κυρίως χάρη στη συνεχιζόμενη ή αυξανόμενη ζήτηση από τους υπάρχοντες εμπορικούς εταίρους.
Οι τιμές
Μετά τις υψηλές τιμές του βόειου κρέατος το 2022, οι τιμές αναμένεται να μειωθούν ξανά λόγω της πιο ισορροπημένης προσφοράς και ζήτησης και της αναμενόμενης μείωσης του κόστους σε επίπεδο ΕΕ και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, λοιπόν εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί σε ελαφρώς πάνω από 4.000 ευρώ/τόνο, υποστηριζόμενη από την υψηλή διεθνή ζήτηση.