Τις 90.000 σελίδες έχει φτάσει πλέον το «κοινοτικό κεκτημένο», δηλαδή το σύνολο των ρυθμίσεων που έχει παράγει η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, αποτελώντας το πιο εντυπωσιακό «μνημείο γραφειοκρατικής επέκτασης στην ανθρώπινη ιστορία», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Πέρι Άντερσον, από το βιβλίο του Ever Closer Union. Europe in the West («Μια διαρκώς στενότερη ένωση; Η Δύση στην Ευρώπη») που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Verso. Συνέχεια ουσιαστικά του προηγούμενου βιβλίου του Άντερσον για την ιστορία της ΕΕ (The New Old World [Ο νέος παλαιός κόσμος], Verso 2009), δανείζεται τον τίτλο του από το προοίμιο της Συνθήκης της Ρώμης («Αποφασισμένοι να θέσουν τις βάσεις μιας διαρκώς στενότερης ενώσεως των ευρωπαϊκών λαών»), με την απαραίτητη προσθήκη ενός ερωτηματικού που συγκεφαλαιώνει όλες τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που διαπερνούν σήμερα το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Στηριγμένο πάνω στα χαρακτηριστικά μεγάλα άρθρα που γράφει για την New Left Review και την London Review of Books, το συγκεκριμένο βιβλίο προσφέρει τη δυνατότητα ενός κριτικού αναστοχασμού των μεγάλων κρίσεων που αντιμετώπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση την προηγούμενη δεκαετία, από την «ελληνική κρίση» και την κρίση του ευρώ, μέχρι το Brexit και την αναμέτρηση με την πανδημία, προσφέροντας, σε τελική ανάλυση, μια αποτίμηση της ίδιας της κρίσης που διαπερνά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Για οδηγό έχει βιβλία συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με τα ευρωπαϊκά πράγματα και κυρίως των Adam Tooze και Luuk van Middellaar.
Τα ευρωπαϊκά «πραξικοπήματα»
Από το βιβλίο προκύπτει μια ιστορία της Ένωσης που είναι αρκετά διαφορετική από την «επίσημη». Για παράδειγμα εντοπίζει τον τρόπο που η ιστορία της Ένωσης σφραγίστηκε από διάφορα «πραξικοπήματα», από τον τρόπο που ήδη το 1963 και το 1964 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επέβαλε την προτεραιότητα του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών νομοθεσιών – ίσως την πιο μεγάλη θεσμική επανάσταση στην ιστορία της Ένωσης –, παρότι αυτό δεν προβλεπόταν ρητά στην ιδρυτική συνθήκη, έως την ίδια την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε κύριο αποφασιστικό όργανο στη δεκαετία του 1970 και το διαδικαστικό πραξικόπημα – δια χειρός του μετέπειτα συμβόλου διαφθοράς Μπετίνο Κράξι – στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Μιλάνο το 1985, που άνοιξε τον δρόμο για τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Για να μην ξεχάσουμε, όπως υπογραμμίζει ο Άντερσον, ότι υπήρξε μια περίοδος, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 όταν μπορούσε κανείς να ακούσει αξιωματούχους στο Βερολίνο να κομπάζουν ότι «κάνουμε αλλαγές καθεστώτος καλύτερα από τους Αμερικανούς».
Ούτως ή άλλως η ΕΕ αποφεύγει να κάνει αποτιμήσεις, ακόμη και του πρόσφατου παρελθόντος της, στον ίδιο βαθμό που αποφεύγει να κάνει και μια πραγματικά σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της. Αρκεί να αναλογιστούμε τη συστημική βία που ξεδιπλώθηκε ενάντια στην Ελλάδα στην περίοδο των Μνημονίων, όταν από τη μεριά των ευρωπαϊκών θεσμών ξεδιπλώθηκε μια αλαζονική προσπάθεια «κοινωνικής μηχανικής» που θεώρησε ότι μπορούσε να «αναμορφώσει» πλήρως μια χώρα και μια κοινωνία που αντιμετωπίστηκαν περίπου ως «παραβατικές». Για να μην αναφερθούμε στις εξοντωτικές απαιτήσεις για υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα που ξεχάστηκαν όταν το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρέθηκε αντιμέτωπο με τη μεγάλη ύφεση εξαιτίας της πανδημίας και στη συνεπακόλουθη ανάγκη για μεγάλη αύξηση της δημόσιας δαπάνης. Μόνο που όλα αυτά αποτυπώνουν τα προβλήματα που γεννά ο τρόπος που η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης συγκεφαλαιώνουν την πραγματική ηγεμονία του χρηματοικονομικού κεφαλαίου και της λογικής του.
Ο πραγματικός απολογισμός
Ο Άντερσον σημειώνει ότι δύσκολα μπορεί να υπάρξει ένας θετικός απολογισμός της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Μάαστριχτ και μετά, εάν μιλήσουμε για βασικές παραμέτρους όπως είναι η διεθνής ειρήνη, η κοινωνική αλληλεγγύη και η οικονομική ανάπτυξη. Κανείς θα μπορούσε να προσθέσει και το ίδιο το γεγονός ότι η ΕΕ δεν μπόρεσε να αποτρέψει την αποχώρηση από την Ένωση μιας χώρας μέλους του G7, όσο δύσκολη και προβληματική και εάν ήταν η σχέση με τη Βρετανία όλα αυτά τα χρόνια. Το Brexit έδειξε ότι η έξοδος και η ρήξη είναι μέσα στα όρια του εφικτού, έστω και με πολύ μεγαλύτερες πολιτικές και τεχνικές δυσκολίες από αυτές που είχαν υπολογίσει όσοι το οραματίστηκαν, όμως την ίδια στιγμή η βαθύτερη αμηχανία μετά-Brexit Βρετανίας δείχνει και τη δυσκολία χάραξης στρατηγικής έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Οι εξελίξεις που είναι μεταγενέστερες της συγγραφής του βιβλίου μάλλον δικαιώνουν όσους επιμένουν ότι η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος βαθαίνει. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία σηματοδότησε και την οριστική αποτυχία της ΕΕ να αποτελέσει αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ξεκίνησε η διαδικασία της ενοποίησης: να αποτρέψει το ενδεχόμενο η ευρωπαϊκή ήπειρος να γίνει το έδαφος ενός ακόμη μεγάλου πολέμου και το «σημείο μηδέν» μιας νέας παγκόσμιας διαίρεσης.
Το ηθικό έλλειμμα
Η αποκάλυψη αρκετά εκτεταμένων, όπως φαίνεται, πρακτικών διαφθοράς, αποτυπώνει ένα ηθικό έλλειμμα που στην πραγματικότητα είναι ένα πολιτικό και δημοκρατικό έλλειμμα. Μια ένωση κρατών που αδυνατεί να παράγει προγράμματα και στρατηγικές που να αλλάζουν όντως τις ζωές των ανθρώπων και που σε μεγάλο βαθμό απλώς διαχειρίζεται τις απαιτήσεις των μεγάλων συμφερόντων, που μέσω του λόμπινγκ έχουν εποικίσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στο τέλος είναι πολύ πιο ευάλωτη στην ενδημική διαφθορά.