Είναι ένα βιβλίο που το περιμέναμε καιρό. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διαμόρφωσε μια «επίσημη» αποτίμηση της περιόδου 2012-2019, εντούτοις ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν τοποθετηθεί αναλυτικά για το τι έγινε στην περίοδο που άσκησαν κυβερνητική εξουσία.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μαζί με τον Γιώργο Χουλιαράκη είχαν την κύρια ευθύνη της υλοποίησης του Τρίτου Μνημονίου και συνολικότερα της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ανάγκη μιας αποτίμησης εκείνης της περιόδου από τον Τσακαλώτο είχε μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκκρεμούσε (και με μία έννοια εκκρεμεί) το ερώτημα πώς αυτός που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις αποχωρήσεις από το κόμμα άλλων αριστερών τάσεων το καλοκαίρι του 2015, βρέθηκε τελικά να είναι αυτός που εφάρμοσε με επιτυχία ένα μνημόνιο.
Σε αυτά τα ερωτήματα ως ένα βαθμό δίνει απάντηση το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε επιμέλεια του Ευκλείδη Τσακαλώτου, πρόλογο του Αλέξη Τσίπρα και τίτλο Με την πλάτη στον τοίχο. Διαπραγματεύσεις για την οικονομία και την κοινωνία 2015-2019.
Το βιβλίο είναι ένα πόνημα συλλογικά γραμμένο από τον Τσακαλώτο και τους συνεργάτες του την περίοδο που ήταν υπουργός Οικονομικών (Γ. Γερμανός, Α. Καραγλάνης, Μ. Κουμερτά, Β. Κουφορίζου, Δ. Λιάκος, Δ. Παπαγιαννάκος, Ε. Παπαδοπούλου, Α. Παπαζαχαρίου, Σ. Παπακωνσταντίνου, Χ. Τσίτσικας). Χωρίζεται σε διαφορετικά κεφάλαια, που αντιστοιχούν στις διάφορες πτυχές της διαπραγμάτευσης και διαχείρισης, γραμμένα από όσους είχαν την αντίστοιχη ευθύνη, ενώ ένα κεφάλαιο για την αναπτυξιακή διάσταση είναι γραμμένο από τον Γιώργο Σταθάκη.
Τα «τρία καλάθια» και ο «καθαρός διάδρομος χρέους»
Κατά τον0 Τσακαλώτο, τα καθήκοντα εντός του Τρίτου Μνημονίου χωρίζονταν σε τρείς κατηγορίες: (α) τις δεσμεύσεις που ρητά ανέλαβε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, (β) τις «γκρίζες ζώνες» που ήταν ανοιχτές σε διαπραγμάτευση και (γ) τα ζητήματα που ήταν εκτός διαπραγμάτευσης.
Το βιβλίο στηρίζεται στην εκτίμηση ότι μετά το 2015 αυτό που ήταν προτεραιότητα ήταν ο «καθαρός διάδρομος» για το χρέος, δηλαδή ένας σαφής ορίζοντας μιας περιόδου με χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες. Θεωρεί ότι αυτό τον στόχο τον πέτυχαν, ότι κατάφεραν να εξασφαλίσουν μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα από αυτά που προβλέπονταν αρχικά και πέτυχαν ένα σημαντικό «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» που συνειδητά επέλεξαν να μην σπαταλήσουν στην περίοδο πριν τις εκλογές του 2019.
Το βιβλίο στηρίζεται στην εκτίμηση ότι απέναντι είχαν θεσμούς που ξεκίνησαν ιδιαίτερα εχθρικά, ιδίως το ΔΝΤ, και ότι χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσουν να πετύχουν κάποιους συμβιβασμούς. Υπερασπίζεται την επίτευξη υπερπλεονασμάτων και συνολικά τον τρόπο που υλοποιήθηκε το μνημόνιο, ενώ θεωρεί ότι σε διάφορους φόρους που αντιπρότειναν στους θεσμούς (π.χ. φόρος στον καφέ, στη μπύρα, το τέλος διαμονής στα τουριστικά καταλύματα) τελικά είχαν μεγαλύτερη απόδοση. Παραδέχονται το βάρος από την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%, όμως πιστεύουν ότι τελικά δεν ήταν ένα κόμμα που «αδίκησε» τη μεσαία τάξη, αφού κατάφερε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι μια περίοδος αύξησης εισοδημάτων σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες και μείωσης των ανισοτήτων.
Επιπλέον, το βιβλίο υποστηρίζει ότι κατάφεραν να αυξήσουν τι εισπράξεις φόρων και τις οικειοθελείς δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων. Όμως, την ίδια στιγμή η τοποθέτηση για τον τρόπο που οι θεσμοί επέμειναν στη συγκρότηση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης ουσιαστικά αρχής είναι ιδιαίτερα επικριτική.
Υπεράσπιση του «Υπερταμείου»
Το βιβλίο έχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, το λεγόμενο «Υπερταμείο».
Η προσπάθεια που γίνεται είναι να υποστηριχτεί ότι σε αντίθεση με την πρόθεση των θεσμών, που ήταν να γίνει ουσιαστικά ένα ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, αυτό που κατάφεραν ήταν να έχει ένα θεσμικό πλαίσιο που ήταν πιο κοντά στην έννοια ενός Ταμείου Δημοσίου Πλούτου, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εργαλείο για μια συνολικότερη αναπτυξιακή πολιτική, έστω και με τα προβλήματα που δημιούργησε η παράλληλη διατήρηση και του ΤΑΙΠΕΔ.
Για το τραπεζικό σύστημα
Ως προς το τραπεζικό σύστημα υπάρχει ένα χωριστό κεφάλαιο που περιγράφει αναλυτικά τις διαπραγματεύσεις αλλά και τους σχεδιασμούς που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε για μια λύση “bad bank”, ότι κατάφερε να αυξήσει τα όρια για την προστασία πρώτης κατοικίας σε σχέση με τις αρχικές απαιτήσεις των θεσμών, ότι προσπάθησε να διαμορφωθεί μια αναπτυξιακή τράπεζα και ότι προσπάθησε να βρει έναν τρόπο συνεργασίας με το ΤΧΣ και ότι θεωρεί ότι ήταν ορθή η μετάβαση στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.
Η παρουσίαση της επιθετικότητας των θεσμών
Σε όλο το βιβλίο κυριαρχεί ο τρόπος που οι θεσμοί, ιδίως το ΔΝΤ (το βιβλίο είναι ιδιαίτερα επικριτικό για τον Τόμσεν) αντιμετώπιζαν τις ελληνικές θέσεις και παρουσιάζει αναλυτικά την προσπάθεια που χρειάστηκε για να βρεθούν συμβιβαστικές διατυπώσεις και κοινά αποδεκτές λύσεις σε προβλήματα.
Βεβαίως την ίδια στιγμή παρουσιάζεται ως μια εξαιρετικά άνιση διαπραγμάτευση, που περιλάμβανε και υπαναχωρήσεις (backtracking στην αγγλική ιδιόλεκτο των διαπραγματεύσεων) σε σχέση με αρχικώς συμφωνηθέντα, ενώ υπογραμμίζεται ο κόπος της διαπραγματευτικής ομάδας.
Τελικά πόσο μας κόστισε το 2015;
Σε διάφορα σημεία αμφισβητείται από τις/τους συγγραφείς του τόμου η επαναλαμβανόμενη από πολλές πλευρές τοποθέτηση ότι η διαπραγμάτευση του 2015 είχε τελικά ένα μεγάλο κόστος για την ελληνική οικονομία, ένα κόστος που άλλοι ανεβάζουν στα 86 δισεκατομμύρια και άλλοι ακόμη πιο υψηλά στα 100 ή τα 200 δισεκατομμύρια.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα 86 δισεκατομμύρια του Τρίτου Μνημονίου δεν ήταν όλα κόστος, εφόσον ένα μέρος πήγε για την αναχρηματοδότηση του παλαιού χρέους, ένα μέρος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και άλλα ήταν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ούτε ισχύει ότι η Ελλάδα έχασε τόσο πολλά ως προς την οικονομική ανάπτυξη.
Τα ερωτήματα που δεν απαντάει το βιβλίο
Γραμμένο από ανθρώπους που έζησαν τα πράγματα από μέσα, σίγουρα το βιβλίο επιτρέπει μια καλύτερη αποτίμηση της διαπραγμάτευσης και έχει μια συστηματική προσπάθεια τεκμηρίωσης που το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Ταυτόχρονα, είναι ένα βιβλίο που βοηθάει να καταλάβουμε ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόταν το ηγετικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ που ανέλαβε τη διαχείριση της διαπραγμάτευσης.
Ουσιαστικά, αποτυπώνεται η λογική, που είχε ακουστεί αρκετά συχνά, ότι ήταν προτιμότερο να τα διαχειριστεί όλα αυτά η Αριστερά, προσπαθώντας να τους δώσει και «κοινωνικό πρόσωπο».
Όμως, την ίδια στιγμή το ίδιο το βιβλίο δείχνει να στηρίζεται πάνω σε μια αρκετά ισχνή αντίληψη του τι σημαίνει αριστερή πολιτική. Μια ορισμένη εκδοχή δημοσιονομικής σταθερότητας και βιωσιμότητας θεωρείται δεδομένη, ενώ σε ορισμένα σημεία το ερώτημα μιας ρήξης, παρουσιάζεται ως εξαρχής πολύ δύσκολο, έως αδύνατο να επιτευχθεί.
Παράλληλα, αρκετοί «συμβιβασμοί» παρουσιάζονται ως πιο θεμιτοί από όσο θα περίμενε κανείς. Για παράδειγμα δύσκολα μπορεί να πείσει η προσπάθεια να παρουσιαστεί το «Υπερταμείο» ως δυνάμει Κρατικό Ταμείο Πλούτου, με αναπτυξιακό προσανατολισμό, γιατί όπου αυτό έχει δοκιμαστεί προϋποθέτει εκείνο τον βαθμό δημόσιας ιδιοκτησίας και ελέγχου που το Υπερταμείο εξαρχής είχε έρθει να υπονομεύσει και να σπρώξει τα πράγματα στην ιδιωτικοποίηση.
Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στη λογική των πρωτογενών πλεονασμάτων, παρότι γνώριζε εξαρχής ότι αυτά σήμαιναν επιπλέον λιτότητα, έστω και εάν διαπραγματεύτηκε το σχετικό περιορισμό τους.
Αντίστοιχα, στο θέμα των Τραπεζών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να μετατρέψει την τεράστια διαχρονική εισροή δημόσιου χρήματος σε αφετηρία για την αναβάθμιση του δημόσιου ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα.
Ούτε, βέβαια, μπορούμε να προσπεράσουμε ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αύξησε τα εισοδηματικά όρια για την προστασία πρώτης κατοικίας, αλλά εν τέλει, ήταν επί των ημερών του και με δικές του θεσμικές πρωτοβουλίες που «έσπασε» η προστασία πρώτης κατοικίας, επιτράπηκαν πλειστηριασμοί και πρώτης κατοικίας και τα ΜΑΤ προστάτευαν τα συμβολαιογραφικά γραφεία και τα δικαστικά κτίρια όπου γίνονταν πλειστηριασμοί.
Η αριστερά αρκεί να μπορεί να εφαρμόσει καλύτερα τη λιτότητα;
Για να το πούμε διαφορετικά το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο ορίζοντας της αριστερής πολιτικής είναι η προσπάθεια να διαχειριστεί τις πολιτικές λιτότητας αποτελεσματικότερα και κάπως πιο δίκαια σε σχέση με τα νεοφιλελεύθερα κόμματα.
Γιατί εν τέλει από το βιβλίο αυτό το ερώτημα του πώς μπορεί να υπάρξει μια αριστερή πολιτική μένει αναπάντητο, τόσο ως προς το πώς ξεπερνάει δυσμενείς συσχετισμούς, όσο και ως προς το ίδιο το περιεχόμενο.
Γιατί η έμμεση παραδοχή, που διαπερνά όλο το βιβλίο, ότι η ρήξη ήταν ανέφικτη και το μόνο που απέμενε ήταν ο συμβιβασμός (δηλαδή η συνθηκολόγηση με τον πυρήνα των απαιτήσεων της Τρόικας), γεννά το ερώτημα στο βαθμό που οι συσχετισμοί είναι δύσκολοι πώς μπορεί να υπάρξει μια άλλη πολιτική.
Αντίστοιχα, πάλι διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιέται κανείς εάν ο ορίζοντας της αριστερής πολιτικής είναι κατά βάση απλώς μια ήπια αναδιανομή, συνδυασμένη με έναν πιο ενεργητικό ρόλο του κράτους και μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική συνοχή, χωρίς όμως αμφισβήτηση του πυρήνα ενός οικονομικού μοντέλου που κατεξοχήν αντιμετωπίζει την επιχειρηματικότητα ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας και την αγορά ως βασικό πεδίο συντονισμού. Μόνο που τότε τα όρια με την σοσιαλδημοκρατία καθίστανται μάλλον δυσδιάκριτα.