Η επίσκεψη της Νατάσας Μποφίλιου στο Λονδίνο δεν θα αφορούσε κανέναν εκτός από την ίδια, αν τα ενδυματολογικά σύνολα που επέλεξε δεν γίνονταν αντικείμενο σχολιασμού από χρήστες του διαδικτύου. Γίνεται μια «δηλωμένη» αριστερή να ντύνεται ακριβά; Οι απαντήσεις που δόθηκαν από εκείνους που την υπερασπίστηκαν και από εκείνους που την επέκριναν άνοιξαν μια ευρύτερη συζήτηση. Υπάρχει, αλήθεια, ιδεολογικό dress code;
Από την αρχή των πολιτικών διεργασιών, τα κινήματα απαιτούσαν από τα μέλη τους έναν συγκεκριμένο κώδικα ενδυματολογικής συμπεριφοράς, ώστε να μπορούν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους υπόλοιπους. Η κοινή ενδυμασία ήταν από μόνη της ένα μήνυμα – και με αυτόν τον τρόπο ξεχώριζαν, για παράδειγμα, οι Νεότουρκοι του Κεμάλ στην τελευταία φάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή οι ακόλουθοι του Μάο, που αναγνώριζαν με ευκολία τους χαρακτηριστικούς γιακάδες και ο ένας τον άλλον.
Αλλο, βέβαια, το κίνημα και άλλο η ηγετική παρουσία: αν για το πρώτο σημασία έχει η εξομοίωση και η ταύτιση, για τη δεύτερη το θέμα είναι η διάκριση – ο πρόεδρος είναι μεν ένας από τους πολλούς, πρέπει όμως να ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος. Η μοντέρνα εποχή της τεχνολογίας, όπου μια φωτογραφία ή ένα βίντεο διαχέεται με ταχείς ρυθμούς, επέτρεψε στον ενδυματολογικό κώδικα να λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως σύμβολο, ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής επικοινωνίας, κυρίως σε προεκλογικές περιόδους.
Από κοστούμι σε κοστούμι
Στις ΗΠΑ, τη Μέκκα της δυτικής επικοινωνίας, στην πραγματικότητα όλα ξεκίνησαν με ένα πατροπαράδοτο επίσημο ένδυμα. Τα κοστούμια του Τζον Κένεντι, ένα εκ των οποίων φόρεσε στο περίφημο πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ απέναντι στον Ρίτσαρντ Νίξον, το 1960, ήταν απαραίτητο σημείο για το προφίλ του τότε υποψήφιου προέδρου. Πάντα σε σκούρο γκρι, ναυτικό μπλε ή μαύρο, συνδυασμένο με λευκά πουκάμισα, ήταν ένας από τους τρόπους που διάλεξε ο Κένεντι για να κάνει ελκυστικό το προφίλ ενός προοδευτικού αστού από τη Βοστώνη σε όλη την Αμερική.
Αυτή η «καθαρή» εκδοχή του πολιτικού ηγέτη επικρατούσε για δεκαετίες, μέχρι που η νέα χιλιετία έφερε μαζί της νέα διακυβεύματα. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους έκανε τη χώρα πιο φοβική, πιο κλειστή, και έφερε σε πρώτο πλάνο τα ζητήματα ασφάλειας. Η εμφάνιση του Τζορτζ Μπους με δερμάτινο τζάκετ συνδέθηκε λίγο καιρό μετά και με τις στρατιωτικές επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ και με μια πολιτική επιλογή πρόληψης που τελικά δεν δικαιώθηκε.
Το τζάκετ, όμως, τη δουλειά του την είχε κάνει – και βρήκε πολλούς μιμητές ανά τον κόσμο, και στην Ελλάδα στην περίφημη εμφάνιση του Κώστα Καραμανλή στις φωτιές της Ηλείας το 2007, καθώς συμβόλιζε πια τον ηγέτη που είναι πάνω από το πρόβλημα.
Οταν ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε καμπάνια για την προεδρία της χώρας, φορούσε στον καρπό του ένα λαστιχένιο βραχιόλι με συνθήματα, από εκείνα που έχουμε δει πολλές φορές στο χέρι ακτιβιστών και μοιράζεται στον δρόμο σε καμπάνιες προώθησης. Οταν κέρδισε, το βραχιόλι αντικαταστάθηκε από ένα κλασικό, ακριβό ρολόι, που φαινόταν μόνο όταν ο Ομπάμα σήκωνε τα μανίκια του.
Η νέα εποχή των κοστουμιών στην πραγματικότητα έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 2010, με μια διαφορά: αυτή τη φορά τα χρώματα ήταν έντονα, πράσινα, μοβ και μπλε, και τα φορούσε γυναίκα. Η προτίμηση που τους έδειξε η Χίλαρι Κλίντον, που τα διάλεγε ως στολή εργασίας, τους έδωσε το παρατσούκλι «power suits».
Η Κλίντον έχασε, τα κοστούμια παρέμειναν – το ίδιο ακριβώς στυλ υιοθέτησαν η Νάνσι Πελόζι, ως κύρια Δημοκρατική φιγούρα στο Κογκρέσο, και αργότερα η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις. Ο Μπάιντεν «έπαιξε» με τη λογική του ενός προσωπικού αντικειμένου: τα γυαλιά ηλίου τύπου aviator έγιναν logo της προεκλογικής του καμπάνιας – μπήκαν μέχρι και σε προϊόντα στο κομματικό e-shop, τα έσοδα από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της καμπάνιας των Δημοκρατικών.
Από ζιβάγκο σε γραβάτες
Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να βάζουμε στην εξίσωση τη σοβαρότητα ενός πολιτικού και τα ρούχα του – πολύς λόγος έγινε όταν οι παραδοσιακοί αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να αλλάξουν τον ενδυματολογικό τους κώδικα σε πιο συστημικές επιλογές. Το dress code, όμως, έπαιξε συμβολικό ρόλο ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο αμερικανοτραφής Ανδρέας Παπανδρέου καθιέρωσε το μαύρο ζιβάγκο, που τα χρόνια της Αλλαγής έγινε σήμα κατατεθέν για τον ίδιο και για τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Το ζιβάγκο, ως πασοκικό σύμβολο, επανέρχεται από τότε κάθε φορά που κάποιος πολιτικός αρχηγός θέλει να κάνει σημειολογική αναφορά σε εκείνη την εποχή του ΠΑΣΟΚ ή να απευθυνθεί σε ένα πιο κεντροαριστερό ακροατήριο. Αυτό έκανε, μελετημένα, και ο Αλέξης Τσίπρας την περίοδο που εξελέγη αξιωματική αντιπολίτευση. Αν όμως υπάρχει μια επιλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ που έλαβε πολιτικές διαστάσεις αυτή ήταν η απουσία γραβάτας, ως σύμβολο αντισυστημικής, ανατρεπτικής συμπεριφοράς. Ηταν τόση η έκταση που πήρε αυτή η επιλογή που ο Τσίπρας λάμβανε δώρα γραβάτες από ξένους ηγέτες, όταν πια έγινε πρωθυπουργός, και έγινε και το κλου της εκδήλωσης που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση για το χρέος, το 2018: ο Τσίπρας εμφανίστηκε με γραβάτα για πρώτη φορά (δανεική, όπως άφησε να διαρρεύσει), την οποία έβγαλε επιδεικτικά.
Ο συμβολισμός της γραβάτας δεν κατάφερε να σώσει την προηγούμενη κυβέρνηση. Από τη δική του πλευρά, ο αντίπαλος του Τσίπρα και πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν ανέλαβε τα ηνία του κόμματός του άρχισε να εξασκεί το σύνθημα περί επιστροφής στην κανονικότητα – κι αυτό σήμαινε, συμβολικά, επιστροφή στις πιο παραδοσιακές ενδυματολογικές επιλογές και, μαζί, στις γραβάτες. Οχι στις παραδοσιακές γραβάτες των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά σε επιλογές περισσότερο στη μόδα, μονόχρωμες και πιο λεπτές σε μέγεθος -δείγμα κι αυτό της εξέλιξης και της προοπτικής του μέλλοντος. Ψάχνοντας στα αμερικανικά κιτάπια και στην εποχή Ομπάμα, που με επιτυχία είχε φέρει στην Ελλάδα το 2009 και ο Γιώργος Παπανδρέου, άρχισε να εμφανίζεται με σηκωμένα μανίκια, με στόχο να αποδείξει πως είναι πάντα έτοιμος να αναλάβει δράση.
Τα ρούχα που επιλέγει ένας πολιτικός τον 21ο αιώνα δεν είναι ποτέ τυχαία – είναι εργαλείο δουλειάς. Στην πραγματικότητα ελάχιστα αφορούν τις τοποθετήσεις ή τις ιδέες του. Και είναι αληθινά πετυχημένο μόνο μέσα από τις αντιφάσεις του.