«Η παράταξή μας έχει θέσει σαν απόλυτη προτεραιότητα σε αυτό το νέο της ξεκίνημα, τη μηδενική ανοχή σε φαινόμενα διαφθοράς, που πληγώνουν την πολιτική ζωή του τόπου και τους ίδιους τους πολίτες. Για αυτό υπήρξε και η άμεση αντίδραση του προέδρου μας». Αυτό υποστήριξε ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Ανδρέας Σπυρόπουλος κληθείς να σχολιάσει στη πρωινή εκπομπή του ΟΡΕΝ τη διαγραφή της Εύας Καϊλή.
Επί αρκετούς μήνες
Ο κ. Σπυρόπουλος πρόσθεσε ότι υπήρξε «επί αρκετούς μήνες απόσταση των απόψεων της κ. Καϊλή με την παράταξή μας. Υπάρχουν γεγονότα που αποδεικνύουν μία αλλαγή της στάσης της, όσον αφορά στην πορεία του κόμματος. Ξεκίνησε με την υπόθεση των παρακολουθήσεων και των δηλώσεων που είχε κάνει στην αρχή, στη συνέχεια έγινε σαφής προσπάθεια να μπλοκάρει από την πλευρά των σοσιαλιστών τη σχετική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και κατέληξε στις αναφορές στο Κατάρ με τον Νίκο Ανδρουλάκη να διαχωρίζει τη θέση του την ίδια κιόλας ημέρα».
- Διαβάστε επίσης Εύα Καϊλή: Θρίλερ με τη σύλληψή της και τα χρήματα που βρέθηκαν σπίτι της- Το απόγευμα οι επίσημες ανακοινώσεις
Υπενθύμισε, παράλληλα, ότι πρόσφατα η κ. Καϊλή «είχε στηρίξει με την ψήφο της για αντιπρόεδρο σε μία Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου άνθρωπο από την παράταξη του Λαϊκού Κόμματος, με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές να παίρνουν σαφείς αποστάσεις και να της κάνουν παρατηρήσεις για το τι πρεσβεύει ως Ευρωβουλευτής».
Οι βελγικές αρχές να ενημερώσουν τον ελληνικό λαό
Ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δήλωσε ότι «αν υποπτευόμασταν και είχαμε στοιχεία, θα είχαμε προχωρήσει απευθείας στη διαγραφή. Εμείς πρέπει να μιλάμε με στοιχεία και γεγονότα» ενώ επανέλαβε τη θέση του κόμματος καλώντας την κ. Καϊλή να παραδώσει την έδρα στη δημοκρατική παράταξη. «Να το κάνει άμεσα και οι βέλγικες αρχές να πουν στον ελληνικό λαό τι έχει συμβεί».
Τόνισε, τέλος, ότι «εμείς δεν προσπαθούμε να συγκαλύψουμε ούτε συγγενείς ούτε κολλητούς, όπως έκαναν τα άλλα δύο κόμματα. Ο πνιγμένος -δηλαδή η κυβέρνηση από την υπόθεση των υποκλοπών- προσπαθεί να βρει κάτι να σωθεί. Για να μην μπερδευόμαστε, εδώ μιλάμε για ένα κοινό ποινικό έγκλημα. Οι παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων είναι άλλο πράγμα».